Το Δωδεκαήμερο, μια περίοδος με τεράστια σημασία στη ζωή του
λαού, άρχιζε την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων και τελείωνε την παραμονή των
Θεοφανείων.
Ήταν και είναι μια συνεχής αλυσιδωτή γιορτή, μια περίοδος
που χαρακτηρίζονταν από θρησκευτική κατάνυξη και πνευματική ανασυγκρότηση.
Είναι όμως και οι μέρες που ο άνθρωπος έπρεπε να ξεκουραστεί
και με ξανανιωμένες τις δυνάμεις να αρχίσει πάλι τον κύκλο της ζωής, με
μεγαλύτερη όρεξη, θάρρος και ελπίδα για το μέλλον
* * *
Το Δωδεκαήμερο των
Χριστουγέννων, τοποθετημένο μέσα στη καρδιά του χειμώνα, με τα βρασμένα
καινούργια κρασιά, τις φρέσκες ρακές, το μπόλικο χοιρινό κρέας και τις μεγάλες
φωτιές στο τζάκι, γεννούσε διάθεση για χαρά, τραγούδι, χορό και γλέντι. Το
σπίτι γινόταν μια αληθινή ζεστή φωλιά.
Γιορτές σταθμός στο διάβα του χρόνου και ο πιο δυνατός
μαγνήτης που τραβούσε τους ξενιτεμένους στα σπίτια τους. Πολλά και διαφορετικά
τα έθιμα και οι δοξασίες του δωδεκαήμερου. Από την παραμονή των Χριστουγέννων
έως τα Θεοφάνια, όταν κατά τη λαϊκή πίστη, τα νερά είναι αβάφτιστα, έρχονται οι
Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους. Αλλά τι είναι οι Καλικάντζαροι;
Είναι δαιμόνια που εμφανίζονται μόνο το δωδεκαήμερο και έρχονται κάτω από τη
γης . Όλο τον χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει
της γης, αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν, έρχεται ο Χριστός και μονομιάς
ξαναγίνεται το δέντρο και τότε τα δαιμόνια ανεβαίνουν πάνω στη γης και
πειράζουν τους ανθρώπους
Οι καλικάντζαροι έφευγαν με τις φωτιές κι όταν αυτές δεν
ήταν αρκετές, για να τους διώξουν χτυπούσαν και κουδούνια. Φόβος και τρόμος
τους ο σταυρός και οι παπάδες. Όλοι τους φοβόντουσαν, εκτός από τις μαμές. Το
λαϊκό πνεύμα και η ιδέα της αναγκαιότητας, έκανε τους ανθρώπους να τις
εξαιρέσουν από τον κίνδυνο των καλικαντζάρων. Έτσι, μπορούσαν να προσφέρουν τη
βοήθειά τους στις ετοιμόγεννες, όποια ώρα της νύχτας κι αν τις φώναζαν . Τα
κάλαντα, δεν είναι, παρά ένα πυκνανακάτεμα αρχαίων ειδωλολατρικών και χριστιανικών
εθίμων, που οι ρίζες τους ξεκινάνε από την αρχαιότητα. Ύστερα περνάνε στο
Βυζάντιο και συνταιριασμένα με την αναπαράσταση της νύχτας της γέννησης του
Χριστού, παίρνουν καινούργια μορφή και περιεχόμενο. Τα κάλαντα, πήραν το όνομά
τους από τις αρχαίες Ρωμαϊκές καλένδες.
Αν και η ονομασία είναι ρωμαϊκή, οι ρίζες του εθίμου
βρίσκονται στην ελληνική αρχαιότητα, στην Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη ήταν σύμβολο
κι έθιμο μαζί . Σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας της γης. Οι αρχαίοι
γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας : 2 «Στο σπίτι τούτο πού ρθαμε, του
πλουσιονοικοκύρη, ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα να μπει ο
πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη , για να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί
και λάδι». Τι διαφορετικό λένε τα δικά μας τραγούδια απ΄ αυτό ... Όπως τώρα
έτσι και τότε, σε όσα σπίτια πήγαιναν και τραγουδούσαν, οι νοικοκυρές τους
δίναν διάφορα φιλοδωρήματα… Ύστερ΄ απ΄ αυτά, μπορεί να πει κανείς , πως τα
κάλαντα, τα σούρβα και τ΄ άλλα έθιμα, που εξακολουθούν να γιορτάζονται και σήμερα
ακόμα σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, δεν είναι έθιμα που μεταφέρθηκαν και
μεταφυτεύτηκαν από τη Ρώμη στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί προϋπήρχαν από την
αρχαιότητα και μόνο τα ονόματά τους αλλάξανε με ονομασίες λατινικές, όπως
συμβαίνει και σήμερα με τα «φεστιβάλ», τα «πάρτυ», ενώ και τα πανηγύρια και τα
γλέντια υπήρχαν, πριν αλλάξουν και πάρουν καινούρια ονόματα για διαφόρους
λόγους, κυρίως οικονομικούς και τουριστικούς.
Τα κάλαντα που τραγουδάνε σήμερα στις πόλεις και στα
χωριά και αρχίζουν μονότονα με το «Καλήν εσπέραν άρχοντες» και «Αρχιμηνιά κι
αρχιχρονιά» κι έγιναν πανελλήνια με τη διάδοσή τους απ΄ τα σχολεία, δεν είναι
γνήσια τραγούδια του λαού, βγαλμένα μέσα απ΄ τη ψυχή του. Ο καλαντάρης έπρεπε
να είχε έμφυτο το στοιχείο του αυθορμητισμού, του αυτοσχεδιασμού, της
στιχοπλοκίας και της μουσικότητας. Αυτά τον έκαναν διακριτό απέναντι στους
άλλους, αλλά και επιθυμητό, ώστε να ανοίξει κανείς το σπίτι του και να ακούσει
τα κάλαντα. Στην πατρίδα μας τα κάλαντα τα τραγούδια του «αγερμού», όπως τα
χαρακτηρίζει η λαογραφία άνθισαν την ίδια εποχή, που άρχιζε ν΄ ανθίζει και το
δημοτικό τραγούδι
Παλιότερα στη
πατρίδα μας, τα Χριστούγεννα δεν είχαν τη βαρύτητα και την επισημότητα της
Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, τα γεννητούρια ενός παιδιού έφερναν
τη χαρά, μα δεν είχαν τόση σπουδαιότητα, όση τα βαφτίσια του. Ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου
δέντρου, που έκανε την εμφάνιση του στην Ελλάδα την εποχή της βασιλείας του
Οθωνα, και ο στολισμός του καραβιού στις νησιωτικές περιοχές είναι έθιμο που αποτελεί
μέχρι σήμερα τη γραφικότερη διακόσμηση όλων σχεδόν των Ελληνικών σπιτιών.
Όσο τα παιδιά στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο οι νοικοκυρές ζύμωναν με
ιδιαίτερη ευλάβεια το ψωμί του Χριστού. Μαζί με τα χριστόψωμα οι νοικοκυρές
έφτιαχναν και κουλούρες για τα «βαφτιστήρια» τους, καθώς και δύο κουλούρες με
τρύπα στη μέση για τα ζώα, που τις λέγανε «κριστσέλια» και τις κρεμάγανε στο
παχνί.
Οι άντρες του σπιτιού αναλάμβαναν το σφάξιμο των
γουρουνιών. Όταν σφαζαν το γουρούνι ,η νοικοκυρά έβαζε κοντά στο κεφάλι του ένα
«φκυάρι» με λίγα αναμμένα κάρβουνα και «θυμίαμα», για να μην το «μαγαρίσ’ν τα
σκαλικατζούρια». Τα σπλάχνα του κάτι λέγανε για το τυχερό του σπιτιού, που
έπρεπε να το ξέρει ιδιαίτερα ο νοικοκύρης του σπιτιού. Η σφαγή των γουρουνιών
ήταν γεγονός πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους. Τους έδινε χαρά, τους έκανε να
ξεχνούν τα βάσανα τους, να έρχονται πιο κοντά με τους συνανθρώπους τους και να
μοιράζονται μαζί τους τα βάρη που κουβαλούσαν στην καθημερινότητα τους. Για
αυτούς τους λόγους το χοιρινό κρέας είχε την κυριότερη θέση στο
χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ένα σημαντικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς ήταν τα
ρουγκατσιάρια. Στα Θεσσαλικά λιουγκατσάρια, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και από
χωριό σε χωριό χορεύοντας και τραγουδώντας τον Άϊ Βασίλη και άλλα ευχετικά και
επαινετικά τραγούδια. Με τα ρογκατσιάρια δεν γινόταν, παρά μια αναπαράσταση κι
ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής , της ανάστασης και του ξυπνήματος
της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη, το διώξιμο του παλιού απ΄ τον καινούργιο χρόνο
. Στη Μακεδονία «Παλιός άγραφος νόμος έλεγε, πως αν τα ρουγκατσιάρια ενός
χωριού πατούσαν τα σύνορα του άλλου χωριού, εκείνοι, για να τους αφήσουν να
περάσουν, έπρεπε να δηλώσουν υποταγή, περνώντας κάτω από τα σπαθιά των άλλων.
Όταν αυτό δε γινόταν ακολουθούσε τσακωμός που κάποιες φορές εξελισσόταν και σε
σφαγή. Με παρέμβαση της εκκλησίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας τα σπαθιά
αντικαταστάθηκαν με ξύλινα ομοιώματα.
Στη Θράκη από την παραμονή μέχρι το μεσημέρι της
Πρωτοχρονιάς ομάδες αντρών μεταμφιεσμένοι σε «γκαμήλες» και «ντιβιτζήδες»
(καμηλιέρηδες) πραγματοποιούν «αγερμούς» στα σπίτια του χωριού και χορεύουν.
Όσοι ήταν μαλωμένοι από καιρό, τελειώνοντας η πρώτη λειτουργία του χρόνου στην
εκκλησιά λέγανε «Χρόνια πολλά και σχωρεμένα!». Έτσι δινόταν η ευκαιρία στους
ανθρώπους να φιλιωθούν και να ξεχάσουν την έχθρα και τα μίση, που τους
χώριζαν.. Με τον καινούργιο χρόνο υποδέχονται και τον Άϊ- Βασίλη που με την
προσωπικότητά του δίνει ζωή και αίγλη στο Δωδεκαήμερο.
Το κόψιμο της βασιλόπιτας, ήταν μια ιεροτελεστία στην
οποία θα έπρεπε να πάρουν μέρος, όχι μόνο όσοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, μα
και οι ξενιτεμένοι, που βρίσκονταν μακριά απ΄ αυτά, καθώς και ο αόρατος
νυχτερινός επισκέπτης όλων των φτωχών και των καταφρονημένων.. Πέρα από το
κομμάτι του χριστού της παναγιάς του αγίου και των μελών της οικογένειας υπήρχε
πάντα και το κομμάτι του φτωχού..
Φτιάχνοντας τη βασιλόπιτα οι νοικοκυρές εκτός από το
νόμισμα, που θα έφερνε καλοτυχία σε όποιον το τύχαινε, έβαζαν συνήθως μέσα,
λίγους κόκκους σιτάρι, κριθάρι, ή μαλλί ..
Θεοφάνια
Τα Θεοφάνια είναι για το λαό μεγάλη γιορτή, θεότρομη ,
επειδή τότε αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα παγανά . Ο αγιασμός των υδάτων
γίνεται αρχικά την παραμονή των Θεοφανίων στην εκκλησία και λέγεται «πρωτάγιαση
ή φώτιση». Στη συνέχεια ο παπάς , με τον Σταυρό και την πρωτάγιαση,
επισκέπτεται όλα τα σπίτια και αγιάζει με ένα κλωνί βασιλικού όλους τους χώρους
του σπιτιού. Την πρωτάγιαση τη ρίχνουν και στα κτήματά τους και στις βρύσες.
Έτσι, η μέρα των Φώτων δεν είναι μόνο μέρα κάθαρσης και εξαγνισμού των
ανθρώπων, αλλά και ξανανιώματος της φύσης και της ζωής. Με το πέρασμα του παπά
από τα σπίτια, όλες οι νοικοκυρές καθαρίζανε όχι μόνο τα σπίτια τους, μα και τα
ρούχα και τα τζάκια, μαζεύοντας τη στάχτη του Δωδεκαημέρου για να τη ρίξουν στ’
αμπέλια και στα χωράφια. Οι καλικάντζαροι, παίρνοντας μυρωδιά πως ο παπάς θα
έβγαινε να τους κυνηγήσει και να τους διώξει με την αγιαστούρα του, άρχιζαν και
φώναζαν μεταξύ τους: Φεύγατε να φύγουμε! Έρχετ’ ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα
του και με την βρεχτούρα του!