Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

Ένα τρυγόνι που φωνάζει «δεκαοχτώ!», ενέπνευσε το πιο γελοίο κείμενο που έχω διαβάσει

Τους τελευταίους μήνες του ’21, επισκέπτονται το μπαλκόνι μου δυο δεκαοχτούρες. Από αυτές που υπάρχουν δεκάδες στο κέντρο της Λάρισας, μη πω εκατοντάδες αν προσθέσω και τα περιστέρια.

Και τα συνηθίσαμε τόσο, που δεν ενοχλούν καθόλου. Και τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες της πόλης. Εκτός ίσως από τις νοικοκυρές που χρειάζεται να καθαρίζουν συνέχεια τα μπαλκόνια,

Είναι αρκετά φιλικές και τις δίνω συχνά ότι έχω για να φάνε. Στη φωτογραφία τρώνε τα ότι έμεινε από τις τυρόπιτες μου.

Από περιέργεια έψαξα στο internet να βρω τί υπάρχει γι αυτές. Κι ανάμεσα στα άλλα βρήκα το ωραίο κείμενο του Νίκου Σαραντάκου με τη φωτογραφία που το συνοδεύει. Είναι από το παλιά ιστοσελίδα του κ. Σαραντάκου, τώρα γράφει στο sarantakos.gr και «ανέβηκε» στις 21 Νοεμβρίου του 2011

• Αλλά και το πιο γελοίο άρθρο που έχω διαβάσει. Έχει γραφεί λίγους μήνες πριν το άρθρο το κ Σαραντάκου, στις 11 Αυγούστου του 2011. Και το έγραψε ο γνωστός από την τηλεόραση δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης. Με τίτλο «Το πιο γελοίο πουλί».

Και δεν ξέρω τι να πρωτοθαυμάσω από αυτά που αναφέρει στο άρθρο του. Δείτε το, στο τέλος της ανάρτησής μου και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.

Συνοδεύω το κείμενο του Καμπουράκη με μια φωτογραφία μιας δεκαοχτούρας («να κάνει Τούμπανο τα αυτιά και οι όρχεις του» όπως γράφει στο τέλος ο ...δημοσιογράφος). που με επισκέπτεται. Κάθισε δίπλα μου και με συντρόφεψε στο διάβασμα της Κυριακάτικης εφημερίδας που λίγο πριν αγόρασα.

• • •

 Ένα τούρκικο τρυγόνι που φωνάζει «δεκαοχτώ!»

Το πουλί που βλέπετε στη φωτογραφία αριστερά,λέγεται στα γαλλικά tourterelle turque, παναπεί τούρκικο τρυγόνι. Όμως δεν είναι τρυγόνι, ούτε τούρκικο άλλωστε, είναι η γνωστή μας δεκοχτούρα. Κανονικά δεν θα έγραφα σήμερα για το θέμα αυτό, διότι εγώ πάσχω από απτηνοψία και δεν μπορώ να ξεχωρίσω παρά ελάχιστα πουλιά (σπουργίτια, κότες, περιστέρια, στρουθοκάμηλες), αλλά ο φίλος Μπουκανιέρος είχε κάποιες ορνιθολογικές απορίες κι έτσι πιάσαμε κουβέντα, οπότε σας παρουσιάζω τα πορίσματα.

 Ο Μπουκανιέρος, ο οποίος ως γνωστόν γεννήθηκε στην Κέρκυρα, όσο ζούσε, παιδί, στο νησί δεν το είχε δει, κι όταν ήρθε, έφηβος, στην Αθήνα, αναρωτήθηκε αν έτσι καχεκτικά είναι τα αθηναϊκά περιστέρια. Του εξήγησαν τότε ότι είναι η δεκοχτούρα, η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή η φωνή της μοιάζει με το «δεκαοχτώ». Απ’ ό,τι λέει μάλιστα, στην πόλη τουλάχιστον της Κέρκυρας ακόμα και σήμερα δεν έχει εντοπίσει δεκοχτούρα. Πάντως, ομολογεί ότι δεν βρίσκει ιδιαίτερη ομοιότητα ανάμεσα στο κου-κου-κου της δεκοχτούρας και στο δεκαοχτώ.

 Το πιο περίεργο, λέει ο Μπουκανιέρος, είναι πως η δεκοχτούρα δεν ονομάζεται έτσι μόνο στα ελληνικά. Η επιστημονική της ονομασία, στα νεολατινικά, είναι Streptopelia decaocto. Η πρώτη λέξη είναι σύνθετο κατασκεύασμα από το στρεπτός ή το στρεπτόν, που ήταν στ’ αρχαία ο δακτύλιος, το κολάρο, και το πέλεια που θα πει περιστέρι στα αρχαία, λοιπόν περιστέρι με κολάρο, όπως άλλωστε είναι και η αγγλική ονομασία της δεκοχτούρας, collared dove. Το όνομα Streptopelia decaocto δεν το έδωσε κάποιος Έλληνας, αλλά ο Ούγγρος φυσιοδίφης Ίμρε Φριβάλντσκι,  που ταξίδεψε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και περιέγραψε τα πουλιά της περιοχής. Αυτό έγινε το 1838. Να πούμε ότι έως τα τέλη του 19ου αιώνα οι δεκοχτούρες δεν υπήρχαν στην Ευρώπη, ζούσαν σε μια περιοχή μεταξύ Ινδίας και Τουρκίας. Το 1900 με 1920 επεκτάθηκαν στα Βαλκάνια και μετά στην βορειοδυτικότερη Ευρώπη -π.χ. το 1970 έφτασαν στις Φερόες.

Επειδή λοιπόν στην Ευρώπη έφτασε από την Τουρκία, λογικά οι Γάλλοι το είπαν tourterelle turque, τούρκικο τρυγόνι, ενώ οι Γερμανοί Türkentaube, τουρκοπερίστερο. Στα ουγγαρέζικα λέγεται Balkani gerle, βαλκανικό περιστέρι -αλλά γιατί ο Φριβάλντσκι το ονόμασε Streptopelia decaocto; Την ομοιότητα της φωνής του με το δεκαοχτώ την αντιλαμβάνονται μόνο οι ελληνόφωνοι, φυσικά, κι ο Φριβ. ελληνικά μάλλον δεν ήξερε (και δη νέα ελληνικά). Βέβαια, αφού συνάντησε στη Μικρασία το πουλί μπορεί ο πληροφορητής του να ήταν Έλληνας και να του επισήμανε την ομοιότητα. Αυτή είναι η πιθανότερη εξήγηση. Πάντως στα τούρκικα η δεκοχτούρα λέγεται kumru, που δεν ξέρω πώς ετυμολογείται, ενώ στις σλάβικες βαλκανικές γλώσσες λέγεται γκουγκούτκα ή κάπως έτσι, προφανώς από ονοματοποιία της κραυγής της. Γκουγκουφτούρα το ξέρει η φίλη Μαρία από τα Σέρρας, που πρέπει να είναι πάντρεμα της βουλγάρικης ονομασίας με τη δεκοχτούρα, μπορεί να είναι και καθαρή ονοματοποιία, ίσως στα σερραϊκά το κου-κου-κου να μην ακούγεται δεκαοχτώ αλλά γκουγκούφτου.

Φυσικά, υπάρχει και μύθος για τη δεκοχτούρα, ή μάλλον μύθοι. Αντιγράφω από τις Παραδόσεις του Νικ. Πολίτη:

344- Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήταν ένα αρφανό κορίτσι και είχε κα­κή μητριά. Μια φορά που εζύμωσαν, την έστειλε να πάει το ψωμί στο φούρνο. Ήταν δεκοχτώ καρβέλια. Όταν εψήθησαν και τα ‘φερε το κορίτσι από το φούρνο, η μητριά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι, γιατί ήσαν δεκαννιά και έφερε δεκοχτώ. Το καημένο το κορίτσι έλεγε πως δεκοχτώ ήσαν τα ψωμιά, εκείνη η σκύλα τίποτα, και της έκανε χίλια δυο μαρτύ­ρια για το καρβέλι που έχασε τάχατες. Από το μεγάλο της κακό, παρακαλέστηκε το κορίτσι στο Θεό να τη γλιτώσει, και ο Θεός την έκαμε δεκοχτούρα. Γι1 αυτό κράζει πάντα «Δεκο­χτώ!» — τάχα πως τα ψωμιά ήσαν δεκοχτώ κι όχι δεκαννιά. (ΠΟΛΛΑΧΟΥ)

345. Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήσανε μια φορά δυο συννυφάδες, είχα­νε και την πεθερά τους. Μια ημέρα η μια συννυφάδα εζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε το φούρνο, τον έκαψε καλά, τον επάνισε και έριξε το ψωμί. Όταν εψήθη και το ‘βγανε από το φούρνο, επήρε κρυφά δυο καρβέλια και τα ‘δωσε τ’ αγαπητικού της. Με ολίγη ώρα, τ’ αναζητήσανε η πεθερά και η άλλη συννυφάδα, που λείπανε. Τη ρωτάνε: «Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δυο καρβέλια. Ήσαν είκοσι, και τώρα είναι δεκοχτώ». «Δεκοχτώ ήσανε» έλεγε κείνη, «όχι είκοσι!»

Έτσι η πεθερά της εθύμωσε και την καταράσθη, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ώς τα σήμερα: «Δεκοχτώ, δεκο­χτώ, δεκοχτώ!» Εξαιτίας τούτου τη λένε και δεκοχτούρα. (ΚΟΡΙΝΘΙΑ)

346. Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Μια δασκάλισσα έστειλε μια φορά ένα κορίτσι από το σκολειό να της αγοράσει μετάξι πράσινο, κι εκείνο ξέχασε και της έφερε από άλλο χρώμα. Την έστειλε και πάλι, και πάλι το ίδιο. Θύμωσε η δασκάλισσα, και περνάει τη θηλιά της κλωστής στο λαιμό του κοριτσιού. Το κορίτσι τότε παρακάλεσε το Θεό να την κάμει πουλί, και την έκαμε δεκο­χτούρα. Γι1 αυτό όλο κλαίει και έχει στο λαιμό της μαύρη κορδέλα· αυτή είναι η θηλιά. (ΣΤΕΝΗΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ)

Πρόκειται βέβαια για αιτιολογικούς μύθους, που εξηγούν εκ των υστέρων το όνομα του πουλιού. Το αξιοσημείωτο που βρίσκω είναι πως οι Παραδόσεις του Πολίτη εκδόθηκαν το 1904, το υλικό πρέπει να είχε συγκεντρωθεί νωρίτερα, άρα σε μια εποχή που, κατά τους επιστήμονες, οι δεκοχτούρες δεν είχαν φτάσει στην Ευρώπη. Βέβαια, μπορεί να τις ήξεραν από τη Μικρασία, μπορεί πάλι να έπεσαν καμιά εικοσαριά χρόνια έξω οι επιστήμονες και να υπήρχαν δεκοχτούρες στην Πελοπόννησο από το 1870 -διότι για να δημιουργηθεί μια παράδοση δεν θέλει αιώνες, και μια γενιά αρκεί, το είδαμε και με το κρυφό σχολειό.

 Δυστυχώς δεν έχω τον δεύτερο τόμο των Παραδόσεων, όπου ο Πολίτης κάνει ανάλυση των μύθων (στον πρώτο τόμο τους παραθέτει ξερούς και ρέκαλους), για να δω αν έχει καμιά πληροφορία για τη δεκοχτούρα. Ούτε μπόρεσα να βρω το βιβλίο του Φριβάλντσκι, αλλά και να το έβρισκα είναι στα ουγγρικά γραμμένο. Όποιος ξέρει κάτι περισσότερο, ας πει, ώστε να βεβαιωθούμε για το πώς ονομάστηκε decaocto το τούρκικο τρυγόνι που φωνάζει «δεκαοχτώ».

 

Το πιο γελοίο πουλί


Οι δεκ(α)οχτούρες μοιάζουν με τα περιστέρια, αλλά δεν είναι περιστέρια. Αν πιστέψουμε τους συγχωριανούς μου (καθότι τη γνώμη των ίδιων των πουλιών δύσκολα θα τη μάθουμε) πρόκειται για πετεινά κατωτάτης υποστάθμης. Η κατάταξη τους στα υπόγεια της κοινωνικής πυραμίδας των πτηνών είναι σαφώς πολυπαραγοντική, φρονώ όμως ότι η βασικότερη αιτία είναι η φωνή τους. Πήραν το όνομα τους από ένα παράδοξο λυγμικό κρώξιμο που βγαίνει απ’ το κορμί τους (όχι από το στόμα τους που παραμένει κλειστό ενώ θορυβούν), το οποίο μοιάζει να επαναλαμβάνει μονότονα την ανθρώπινη λέξη «Δεκαοχτώ! Δεκαοχτώ!». Και μόνο αυτή η γελοιότητα της ονοματοδοσίας τους, θα αρκούσε για να στείλει αυτομάτως τις δεκαοχτούρες στα τάρταρα της ορνιθολογικής αξιολόγησης. Παρά τις αναμφισβήτητες οικολογικές μου ευαίσθησίες, τείνω να συμφωνήσω μ’ αυτό το αντι-οικολογικό συμπέρασμα των συγχωριανών μου. 

Είναι ένα πουλί που δεν διαθέτει τη μεγαλοπρέπεια του αητού, την αστραπιαία εφόρμηση του γερακιού, την φανταχτερή διακόσμηση του παγωνιού, τη νυχτερινή σοφία της κουκουβάγιας, την σπιτική ταπεινότητα του σπουργιτιού, τη ωδική μαγεία του αηδονιού, τη θαλασσινή χάρη του γλάρου, τη φιλοσοφημένη ενάργεια του πελαργού, το λικνιστό περπάτημα της πέρδικας, την σεβάσμια μοναχικότητα του μπούφου ή έστω την απόμακρη αποστασιοποίηση του όρνεου. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να αναμένει καλή βαθμολογία στην αξιολόγηση του βιογραφικού του; Η δεκαοχτούρα δεν κατάφερε ούτε καν να πλασάρει ένα δικό της κέλυφος. Έκλεψε το σουλούπι του περιστεριού δίχως όμως το απαστράπτον λευκό του χρώμα, που πάνω της μπασταρδεύτηκε μ’ έναν τόνο άρρωστου σταχτί. Είναι προφανές ότι ένα πτηνό που (δίχως να κατέχει το παραμικρό τσαλίμι στην ακελάιδιστη φωνή του) επαναλαμβάνει ολημερίς μπροστά στην πόρτα μας τον πιο άσχετο από τους ανθρώπινους αριθμούς, δεν μπορεί παρά να κατατρύχεται από λογιών-λογιών ψυχονευρωτικά μπλοκαρίσματα και μανιοκαταθλιπτικά σύνδρομα. Ποιά άραγε ανωμαλία στα βάθη του DNA, μπορεί να οδηγήσει ένα πετεινό του ουρανού στην συνεχή εκνευριστική επίκλιση τού ξεκούδουνου και κακόηχου «Δεκαοχτώ»; Χάθηκαν για παράδειγμα, το Τρία της Αγίας Γραφής ή το Επτά της Αποκάλυψης; 

Οι άνθρωποι των χωριών θεωρούν τις δεκαοχτούρες απόκτημα τελευταίας εσοδείας. Ο Αττικός ουρανός είναι επίσης γεμάτος από δαύτες, αλλά οι Αθηναίοι δεν ασχολούνται με τη μυθολογία των πτηνών που ίπτανται στους μολυσμένους αιθέρες τους, συνεπώς δεν μπορούν να μας δώσουν καμιά αξιόπιστη πληροφορία. Στο καφενείο του χωριού επιμένουν ότι τα πουλιά αυτά παλιότερα δεν υπήρχαν. Σα να εμφανίστηκαν ξάφνου από το πουθενά. Αδυνατούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια πότε έγινε η ορμητική τους έφοδος στην τοπική φύση, κανένας υπολογισμός όμως δεν ξεπερνά τα όρια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ουδείς γνωρίζει πούθε κρατά η σκούφια τους κι αυτό συντελεί στην διατήρηση ζοφερών μύθων γύρω από την ύπαρξη και τη ραγδαία επέκταση τους. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, οι χωριανοί τοποθετούν τα πουλιά αυτά ανάμεσα σε μια παραδοξοπλασία της φύσης και σε κάποιο ανθρώπινο εργαστηριακό κατασκεύασμα. Η οπτική τους λίγο απέχει από το να τα θεωρούν κάτι σαν ζόμπι των πτηνών. 

Υφέρπει μία θεωρία ότι «τα φέρανε για να φάνε μια παράξενη κάμπια που ρήμαζε τότε τα κηπευτικά κι αυτά εξεφύγανε και εκουκουλώσανε ούλο τον κόσμο», αλλά δίχως περαιτέρω λεπτομέρειες για τον χρόνο έλευσης, για τον εμπνευστή της μεταφοράς ή για το σκουλίκι των ζαρζαβατικών που υποτίθεται ότι δημιούργησε αυτή την ανακατοσούρα. Απορρίπτω ασυζητητί αυτή τη θεωρία. Οι αγρότες μας ουδέποτε θα εμπιστευόντουσαν την πολύτιμη σοδειά τους σ’ ένα άγνωστο ζωντανό. Ως προνοητικοί νοικοκύρηδες που ήταν πάντα, προτιμούσαν να θωρακίζουν τα προϊόντα τους με τόνους δηλητηριωδών φυτοφαρμάκων, μία ψεκαστηριά από τα οποία ήταν ικανή να κατακεραυνώσει ακαριαία όχι μια κάμπια πάνω σε πιπεριά, αλλά ολόκληρο κοπάδι από κραταιές Ολλανδικές αγελάδες μαζί με τους κτηνοτρόφους τους. 

Αλλά ας επανέλθω στις δεκαοχτούρες, διότι ξέφυγα. Οι συγχωριανοί μου, πέραν των άλλων, τις θεωρούν και τσαπατσούλικα πουλιά. Έχοντας συνηθίσει να κρίνουν τους ανθρώπους από τη νοικοκυροσύνη του σπιτικού τους, κρίνουν και τα πτηνά με τον ίδιο τρόπο. Η φωλιά της δεκαοχτούρας αποτελεί μνημείο ασχετοσύνης και κακοτεχνίας, δείγμα ότι το περίεργο αυτό φτερωτό δεν διαθέτει βάθος βιολογικής μνήμης. Η προσωρινή φωλιά που κατασκευάζει για την αναπαραγωγή της αποτελείται από μερικά ξυλαράκια τοποθετημένα σταυρωτά χωρίς καμιά τεχνική και μαστοριά. Όταν λοιπόν τύχει να φυσήξει πολύς αέρας ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων, τα αβγά ή οι νεοσσοί πέφτουν στο χώμα, προκαλώντας μέγιστη χαρά στις πεινασμένες γάτες και απαξιωτικό χλευασμό στους ανθρώπους. 

Παρά τα κατασκευαστικά λάθη της εστίας τους, όπου εμφανιστούν δεκαοχτούρες αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ παράλληλα λιγοστεύουν τα μικρότερα πουλιά. Σπουργίτες, σπίνοι, ζιγαρδέλια, ακόμα και τα χελιδόνια εξαφανίζονται από την ζωτική περιοχή της δεκαοχτούρας. Κάποιοι διατείνονται ότι οι δεκαοχτούρες τα τρώνε, άλλοι ότι απλώς τα διώχνουν. Αν και δεν πιστεύω ότι οι δεκαοχτούρες είναι (και) σαρκοφάγα αρπαχτικά, διαπίστωσα ιδίοις όμασι τη μείωση των πληθυσμών των υπολοίπων φτερωτών από τις περιοχές που ακούγεται το εκνευριστικό «Δεκαοχτώ». Η επεκτατικότητα τους είναι πρωτοφανής, χειρότερη κι απ’ αυτή των Αμερικάνων στη Μέση Ανατολή. 

Η αύξηση του αριθμού τους είναι ουσιαστικά ανεπηρέαστη, αφού δεν διαθέτουν ιδιαίτερους εχθρούς. Κάποιο γεράκι που ξεπέφτει στα πεδινά ίσως, κανένας κόρακας ή καμιά κουρούνα τις κυνηγούν σπανίως ελλείψει ψοφιμιών, όμως αυτά τα αρπακτικά αποφεύγουν να πλησιάζουν σε οικισμούς όπου οι δεκαοχτούρες εγκαταβιούν με άνεση. Μόνο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να τις περιορίσουν, πλην για κάποιο ακατανόητο λόγο θεωρούν (στα μέρη μου τουλάχιστον) ότι οι δεκαοχτούρες και οι γάϊδαροι δεν τρώγονται. Προσωπικά δεν τρώω πουλιά, κυνήγια και γαϊδάρους, οπότε δεν θα υιοθετούσα ποτέ αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης του δεκαοχτούρικου ιμπεριαλισμού. Δεν παύω πάντως να απορώ με ορισμένους συγχωριανούς μου, που ενώ κατεβάζουν με τα δίκανα οτιδήποτε είναι μεγαλύτερο από κουνούπι και πετάει, με σκοπό να καταβροχθίσουν ως και τα ισχνά του κοκκαλάκια, ανέχονται απαθείς τις τετράπαχες δεκαοχτούρες που κάθονται στην κληματαριά τους και κουτσουλάνε την αυλή τους. Ούτε τα μικρά δεκαοχτουράκια τρώνε, ενώ την ίδια στιγμή ρημάζουν τις φωλιές των original περιστεριών, στραγγαλίζοντας άκαρδα τα ανυπεράσπιστα παλαζάκια τους για να τα ρίξουν στο τηγάνι, θεωρώντας τα εξαιρετικό κρασομεζέ. Άβυσσος η ψυχή του κυνηγού, εκτός αν μεταφέρουμε αυτούσιο στον κόσμο της δεκαοχτούρας το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν «τα χάμστερ είναι ποντίκια με άριστες δημόσιες σχέσεις». Νομίζω όμως ότι είναι καλύτερα να απορρίψουμε τέτοιες θεωρίες συνομωσίας, που υπονοούν ότι τα ίδια τα πουλιά βρήκαν τρόπο να προπαγανδίσουν το μη-βρώσιμο του είδους τους. 

Θα αναρωτηθείτε προφανώς τι μού συνέβη και εξαπέλυσα καλοκαιριάτικα αυτόν τον παραληρημματικό λίβελο εναντίον του συγκεκριμένου πτηνού. 

Πρώτον, διότι μ’ ενοχλεί η σκηνική του υποκρισία. Η υποκλοπή της εξωτερικής εμφάνισης τού περιστεριού, αποτελεί εκτός των άλλων και θεολογική ύβρη. Φαντάζεστε ποιά θα ήταν η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους, αν ο (μοναδικός εκείνη την ιστορική στιγμή εκπρόσωπος μας) Νώε, είχε στείλει από την κιβωτό του αντί για ένα λευκό άσπιλο περιστέρι, μια δεκαοχτούρα για να βρει τη στεριά που θα μας λύτρωνε; Ολόκληρη η μετέπειτα πορεία μας ως είδος, θα είχε σφραγιστεί από μια σαχλή γελοιότητα. Πολύ δε περισσότερο, φανταστείτε ποία θα ήταν η θέση μας ως Χριστιανοί, όταν θα προσπαθούσαμε να υπερασπιστούμε την πίστη μας έναντι άλλων θρησκευτικών δογμάτων, εξηγώντας στους αντιπάλους ότι πιστεύουμε σε μια αδιαίρετη τριαδική Θεότητα που αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και τη Δεκαοχτούρα. 

Δεύτερον, διότι εδώ και είκοσι μέρες που ήρθα στο χωριό, έχει εγκατασταθεί στον ευκάλυπτο απέναντι από την αυλή ένα μαλακισμένο τέτοιο κωλοπούλι, που με κοιτάει ηλίθια ενώ προσπαθώ να το διώξω φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια μου. Ενώ παράλληλα κρώζει χωρίς διακοπή ολόκληρη την ημέρα τον γελοίο αριθμό του. Τούμπανο τα αυτιά και οι όρχεις μου.

 

 

 Αναδημοσίευση: sarantakos.wordpress.com και protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου