• • •
Oταν ήµασταν παιδιά, το καλοκαίρι μας ξεκινούσε στις 15 Ιουνίου, τη μέρα που παίρναμε τα ενδεικτικά. Το μετρούσαμε με παγωτά, διαβάσματα –Πηνελόπη Δέλτα, Μενέλαο Λουντέμη αλλά και Μανίνα, Κατερίνα, Μπλεκ (τα αγόρια)–, παιχνίδια και μπάνια. Το πρωινό και το απογευματινό την ίδια μέρα λογίζονται για ένα, τελικά; Ποτέ δεν καταλήξαμε. Η εκπνοή του Αυγούστου μάς έβρισκε… σε ημιάγρια κατάσταση, βαριεστημένους, να έχουμε λαχταρήσει τη μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, την αφή της γομολάστιχας, τον ήχο του μολυβιού που «χορεύει» πάνω στη λευκή σελίδα.
Στο πανεπιστήμιο το καλοκαίρι σήμαινε κυρίως εξεταστική (τόσα μαθήματα τώρα, τόσα τον Σεπτέμβρη, τόσα για το πτυχίο), διακοπές με φίλους σε σκηνές και σε φθηνά «Rooms to let», μετακινήσεις στα νησιά με το ΚΤΕΛ, φλογερά ειδύλλια και δακρύβρεχτους χωρισμούς, ξενύχτια, φιλοσοφικές αναζητήσεις και καυγάδες για τα πολιτικά. Είχε και κάτι αμήχανο, την αίσθηση του ημιτελούς: περιμέναμε να δούμε «πού θα καθόταν η μπίλια» στα επαγγελματικά και τα προσωπικά μας, ποιο σχήμα θα έπαιρνε η ζωή μας· ή, μάλλον, ποιο σχήμα θα της δίναμε εμείς, μια και τη νιώθαμε σαν πλαστελίνη στα χέρια μας. Κι αυτό εμπεριείχε τη χαρά της απόλυτης ελευθερίας, μα και φόβο…
Τα πρώτα χρόνια μας στη δουλειά αντιστεκόμασταν στις Σειρήνες του θέρους με περισσή αυτοπειθαρχία, αποφασισμένοι να εστιάσουμε στον έναν και μοναδικό στόχο: να χτίσουμε την καριέρα μας. «Ο,τι σπείρεις θα θερίσεις», «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς» και τα σχετικά… Αυτά ήταν το άλλοθι για τις αμέτρητες ώρες στο γραφείο (ακόμα και τα Σαββατοκύριακα), για το άγχος που δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε τις νύχτες και για τη μία, με το ζόρι, εβδομάδα διακοπών.
Οταν τα καλοκαίρια έγιναν «διά δύο», με τον/τη σύντροφό μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, ίσως το εξοχικό μας, οι χαρές πολλαπλασιάστηκαν. Μαζί και οι ευθύνες. Ιδιαίτερα όταν μπήκαν και παιδιά στο «κάδρο». Οι διακοπές, αν και μεγαλύτερες πια σε διάρκεια, έγιναν ολόκληρη επιχείρηση, εξίσωση για δυνατούς λύτες. «Να γυρίσω στο γραφείο να ξεκουραστώ» ή «όταν θα μεγαλώσουν τα παιδιά εμείς θα…».
Δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκετε εσείς που διαβάζετε αυτές τις αράδες ούτε ποια καλοκαίρια νοσταλγώ περισσότερο. Ή, μάλλον ξέρω: νοσταλγώ «φέτες» πολλών καλοκαιριών, διάφορα κομμάτια τους, μ’ έναν κοινό παρονομαστή: το φως, την ανεμελιά, το «μαζί» των ανθρώπων μου, την απόλαυση του να ξαπλώνω για ώρα σε ένα πεζούλι και να κοιτάζω τα κλαδιά του δέντρου πάνω μου. Το καλοκαίρι δεν είναι ποτέ αρκετό. Κι αυτό είναι που μας κάνει, λίγο πριν περάσουμε το κατώφλι του φθινοπώρου, να ονειρευόμαστε ήδη το επόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου