«Διάβασε την συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη. Εχει υπέροχο τέλος που μ’ έκανε να δω τα πράγματα πιο καλά».
Ναι Δέσποινα έτσι είναι: «Βλέπω (μετά απ’ αυτό) να γλυκοχαράζει»
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ «ΝΙΩΘΩ ΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΠΟΥ
ΕΥΤΕΛΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ
Με την εφηβική ζωντάνια που διαθέτει, τον αμείωτο πατριωτισμό του, μαζί με το κοφτερό μυαλό του που έχει την ικανότητα να διεισδύει στις αληθινές αιτίες των γεγονότων, ο Μίκης Θεοδωράκης παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα του σήμερα, ανησυχεί βαθιά και δηλώνει αφοπλιστικά «παρών». Πρωτομαγιά 2010, εν αναμονή των νέων σκληρών μέτρων που επέβαλε η κυβέρνηση, ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης παραχώρησε στα «Επίκαιρα» μια συνέντευξη εφ’ όλης της πολιτικής ύλης.
«Η ντροπή που νιώθω είναι απέραντη όχι μόνο γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω, αλλά πιο πολύ γιατί βλέπω γύρω μου όλους αυτούς τους διαμορφωμένους από τους πολιτικούς μου αντιπάλους να δέχονται αδιαμαρτύρητα τον ευτελισμό της χώρας μας, φτύνοντας έτσι πάνω στις θυσίες και στο αίμα που έχυσε η γενιά μου για μια Πατρίδα Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και Υπερήφανη». Λόγια του μεγάλου μας Μίκη, ο οποίος στην Ελλάδα του σήμερα αισθάνεται, όπως ο ίδιος δηλώνει, «σαν ένα αιχμάλωτο θηρίο μέσα σε κλουβί». Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Μίκης Θεοδωράκης μίλησε για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, για τους πολιτικούς του σήμερα και του χθες, για τους ακέραιους πατριώτες που ευτυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν, για τα λάθη μας, για την οικονομία και το πανταχού παρόν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για τους μετανάστες, για την Ελλάδα που ξημερώνει.
Κύριε Θεοδωράκη, για τους περισσότερους Έλληνες έχετε μπει πια στο χώρο του μύθου. Υπάρχουν όμως και μερικοί που προσπαθούν να ροκανίσουν τον πατριωτισμό σας – Δραγώνα, και άλλοι. Τι λέτε γι’ αυτό;
Το βρίσκω εντελώς φυσικό. Μην ξεχνάτε ότι ο Αναξαγόρας διέγνωσε ότι το Σύμπαν είναι δημιούργημα των Αντιθέτων. Φαντάζεστε μήπως μια κοινωνία όπου όλοι θα συμφωνούσαν σε όλα; Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μόνο τερατώδες, αλλά και βαρετό. Γι’ αυτό κι εγώ κάποτε έγραψα: «Αν δεν έχεις εχθρούς, τότε να φροντίσεις να αποκτήσεις…».
Παρά τις παραδοσιακά φιλελεύθερες ιδέες σας και ως προς το θέμα της εσωτερικής πολιτικής –επιστροφή Καραμανλή το ’74– και στα εξωτερικά θέματα –στάση προς την Τουρκία–, κρατήσατε πάντα ανοιχτό μυαλό. Αυτή την αρετή τη βλέπετε στους σύγχρονους πολιτικούς;
Δυστυχώς η πολιτική μας κουλτούρα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι μυωπική. Βλέπει κάθε φορά το δέντρο και σπανιότατα το δάσος. Και όταν λέω «δέν-τρο», εννοώ το προσωπικό συμφέρον και στην περίπτωση της πολιτικής το κομματικό. Οι έννοιες «Έθνος», «Πατρίδα», «Λαός» είναι απλές λέξεις που τις θυμόμαστε μόνο σε μεγάλες καταστροφές που συνήθως δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι. Βλέπε Μικρασία, Εμφύλιος, Κύπρος, Δικτατορία και σήμερα ΔΝΤ. Η δική μου παιδεία υπήρξε εξαρχής διαφορετική και το απέδειξα με την ίδια τη ζωή μου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχα μπροστά μου δύο επιλογές: είτε να κλειστώ στον εαυτό μου είτε να επιδιώξω να ενταχθώ στην κοινωνία, πράγμα που τελικά έκανα, για να βρεθώ σε διαρκή διαφωνία ειδικά με κόμματα και πολιτικές και να παραμείνω ουσιαστικά μόνος με ελάχιστες εξαιρέσεις έως σήμερα.
Οι μάχες σας για την ελευθερία της σκέψης είναι πασίγνωστες. Σήμερα όμως βλέπουμε γεγονότα σε πανεπιστημιακούς χώρους ή, ακόμη πιο πρόσφατα, αποκλεισμό τουριστικών πλοίων υπό το πρόσχημα αυτής της ελευθερίας. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά είναι και αντιδημοκρατική και βλαβερή για το έθνος;
Στην περίπτωση που θα πίστευα ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα και το Σύνταγμα είναι προδοτικά για το λαό, τότε θα περνούσα σε καθαρά επαναστατικές ενέργειες. Θα εγκατέλειπα τη Βουλή και θα καλούσα το λαό σε ένοπλο αγώνα, μιας και το φρούριο της εξουσίας δεν αντιμετωπίζεται με κανέναν άλλο τρόπο. Όμως θα φρόντιζα προηγουμένως να δημιουργήσω το ανάλογο επαναστατικό κλίμα και το αναγκαίο μαζικό κίνημα, που θα με προφύλασσε από τη βίαιη αντίδραση της εξουσίας. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να ταξιδεύεις στηριγμένος σε δύο βάρκες. Εφόσον στην ουσία αποδέχεσαι το Σύνταγμα, συμμετέχεις στη Βουλή και στην ανώτατη λειτουργία του συστήματος που είναι η νομοθετική εργασία, τότε είσαι υποχρεωμένος να δεχτείς το βασικό νόμο του συστήματος, που είναι η σχέση πλειοψηφίας – μειοψηφίας. Δηλαδή, μέσα στα σημερινά πλαίσια, αν θέλεις να επιβάλεις τις απόψεις σου, οφείλεις πρώτα να κατακτήσεις την πλειοψηφία του λαού. Από κει και πέρα, σε περίπτωση που διαφωνείς, όπως λόγου χάρη τώρα με την πολιτική της κυβέρνησης, δεν έχεις άλλο δρόμο από εκείνον που σου προσφέρει η δημοκρατική νομιμότητα: δηλαδή την κριτική, την καταγγελία, την ενημέρωση και την κινητοποίηση. Εάν έχεις δίκιο και πείσεις το λαό, τότε μπορεί να ταρακουνήσεις, να συγκλονίσεις, να ρίξεις ακόμα την κυβέρνηση και να επιβάλεις μια νέα πολιτική συγκεντρώνοντας σε μαζικές διαδηλώσεις χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες λαό. Διαφορετικά όχι μόνο δεν ενοχλείς την εξουσία, αλλά αντίθετα την ενισχύεις θίγοντας τα συμφέροντα των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας.
Ο κ. Βασίλειος Μαρκεζίνης, μεταξύ άλλων, ανήκει σ’ αυτούς που παραπονούνται ότι το ενδεχόμενο να είμαστε παραχωρητικοί στα εθνικά θέματα δεν οφείλεται στην οικονομική κρίση, αλλά στην έλλειψη εναλλακτικής διπλωματίας όταν ακόμη είχαμε καιρό, προτού φουντώσει η κρίση. Τι γνώμη έχετε περί αυτού;
Συμφωνώ απολύτως κι αυτό ακριβώς λέω κι εγώ με την πρόσφατη δήλωσή μου. Στην οποία εκφράζω τους φόβους μου ότι η οικονομική κρίση μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για ενέργειες που θα θίγουν βασικά εθνικά μας συμφέροντα.
Κι αυτό γιατί, όπως λέει ο Β. Μαρκεζίνης, τα πολιτικά κόμματα αλλά και η ελληνική κοινωνία γενικότερα δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να συμφωνήσουμε σε μια ενιαία πολιτική στρατηγική και τακτική σε σχέση με τα εθνικά μας θέματα. Δηλαδή σε μια «εναλλακτική διπλωματία», όπως την αποκαλεί.
Πολλά λέγονται αυτό τον καιρό για κυβερνήσεις εθνικής συνεργασίας. Από την εμπειρία που έχουμε στη χώρα μας δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά. Δεν είναι λοιπόν λογικό να περιμένουμε από μια κυβέρνηση που νίκησε συντριπτικά τους αντιπάλους της να κυβερνήσει;
Μήπως αυτό δεν κάνουμε στην πράξη; Και ποιος εμπόδισε τη σημερινή κυβέρνηση να κυβερνήσει όπως ήθελε αυτή; Και μάλιστα από θέση ισχύος και όχι όπως η προηγούμενη που είχε απέναντί της τα μεγάλα φρούρια της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της Τηλεόρασης και του Τύπου, που μονοπωλιακά ελέγχει το ΠΑΣΟΚ; Και με την ευκαιρία αυτή, ας μου επιτραπεί να σας αποκαλύψω ότι κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2007 και εν μέσω των χιλιάδων πυρκαγιών που κατέστρεφαν καθημερινά τη χώρα, πρότεινα στον κ. Καραμανλή –μέσω ενός υπουργού του– να υποβάλει την παραίτησή του, γιατί ο συσχετισμός δυνάμεων που είχε εμπεδωθεί στη χώρα μας όχι μόνο δεν του επέτρεπε να κυβερνήσει, αλλά και γιατί καταστρεφόταν καθημερινά ο τόπος λόγω των λυσσωδών αντιδράσεων των φρουρίων που προανέφερα και που παρέλυαν τα πάντα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ειπώθηκε επανειλημμένα ότι, αν στη θέση του Παπανδρέου βρισκόταν σήμερα ο Καραμανλής, «θα καιγόταν η χώρα». Ας είμαστε λοιπόν δίκαιοι. Η σημερινή κυβέρνηση επέβαλε ανενόχλητη την πολιτική της έχοντας στην υπηρεσία της όλα αυτά τα μεγάλα φρούρια, που επηρεάζουν και διαμορφώνουν σε μέγιστο βαθμό την κοινή γνώμη και έχουν τη δύναμη με τις συνεχείς απεργίες, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις να παραλύουν τη ζωή της χώρας και κάθε πολιτική που προέρχεται από το «εχθρικό» στρατόπεδο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Επομένως, τα αποτελέσματα της πολιτικής της αποτελούν δική της αποκλειστικά ευθύνη. Και κατά τη γνώμη μου υπήρξαν άκρως αρνητικά. Και νομίζω ότι η πρόσφατη δήλωσή μου τα λέει όλα.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο κυβερνήσεων εθνικής συνεργασίας, ας μην ξεχνάμε ότι για το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της Αριστεράς η ΝΔ δεν δια¬φέρει σε τίποτα από τη Δεξιά του Εμφυλίου Πολέμου, της Μακρονήσου, της αστυνομοκρατίας και ίσως και της Χούντας. Το ερώτημα είναι τότε γιατί δέχονται να συνυπάρχουν μέσα σε ένα καθεστώς, σε μια Βουλή –και με ένα Σύνταγμα που κατηγορούν, γιατί υπήρξε έργο ενός Δεξιού–, αφού στην ουσία πιστεύουν ότι η σημερινή ΝΔ είναι εξίσου αντιλαϊκή, αντιδραστική και αντιδημοκρατική όσο η Δεξιά τον περασμένο αιώνα; Και πώς θέλετε μ’ αυτά τα μυαλά να πάμε μπροστά; Ποιος έχει τάχα σήμερα το δικαίωμα να μονοπωλεί τον πατριωτισμό, τη δημοκρατικότητα και την αγάπη για το λαό; Και να που το ΠΑΣΟΚ, που αρνείται τη δημοκρατικότητα στη ΝΔ, βρίσκει το δάσκαλό του από το ΚΚΕ, που του αμφισβητεί την αγάπη του για το λαό, γι’ αυτό και διακηρύσσει ότι
«Νόμος είναι το Δίκιο του Λαού», του λαού που κατά την εκτίμησή του ποδοπατά η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης. Έτσι χωρισμένοι σε «μονοπώλια» και αλληλογρονθοκοπούμενοι κατεβαίνουμε με βήμα ταχύ τα σκαλιά του κακού κι ενώ έχουμε ήδη πιάσει πάτο, δεν έχουμε ακόμα καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής και τα μεγάλα δεινά που μας περιμένουν.
Καθημερινά μιλάμε για οικονομίες, αλλά τίποτα δεν λέγεται από την κυβέρνηση σχετικά με την ανάπτυξη. Ποια είναι η γνώμη σας περί αυτού; Μήπως έχει δίκιο ο κ. Σαμάρας σ’ αυτά που λέει;
Τι νόημα, αλήθεια, έχει να απαντήσει κανείς στην ερώτηση αυτή, εφόσον από τώρα και έως τρία ή τέσσερα χρόνια η οικονομική πολιτική μας θα καθορίζεται δικτατορικά από το ΔΝΤ; Και διερωτώμαι ειλικρινά ποιος θα είναι στο διάστημα αυτό ο ρόλος της κυβέρνησης, ακόμα και της Βουλής, αφού από τις οικονομικές αποφάσεις εξαρτώνται άμεσα οι πολιτικές για την εργασία, την υγεία, την παιδεία και όλες τις βασικές λειτουργίες μιας κοινωνίας και ενός κράτους; Και επειδή, όπως είναι γνωστό, το ΔΝΤ δεν είναι μια απλή τράπεζα, αλλά αποτελεί ένα από τα δύο ή τρία σπουδαία όργανα της αμερικανικής πολιτικής, το γεγονός αυτό μας κάνει να ανησυχούμε για την τύχη των εθνικών μας θεμάτων, στα οποία εμπλέκονται άμεσα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όπως είναι η Κύπρος, η FYROM και οι σχέσεις μας με την Τουρκία. Υπό το πρίσμα αυτό συντάσσομαι απολύτως με τις ανησυχίες της Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΚΕ, διαφωνώντας μόνο σε θέματα τακτικής, διότι έχω τη γνώμη ότι στον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων μόνο ένα ενημερωμένο, τεράστιο και δυναμικό λαϊκό κίνημα διαμαρτυρίας θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την κατάσταση, που όχι μόνο μας απειλεί, αλλά και μας ντροπιάζει.
Μιλήσαμε για την απληστία των κερδοσκόπων και για την αυστηρότητα των Γερμανών. Δεν είναι τώρα καιρός να παραδεχτούμε και τα δικά μας λάθη; Κατά τη γνώμη σας ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος μας;
Τα δικά μας λάθη αποτελούν ένα θέμα. Οι ύβρεις των ξένων, και ειδικά των Γερμανών, ένα άλλο.
Ας μην τα μπερδεύουμε. Άλλωστε, ουδείς αναμάρτητος. Τουλάχιστον τα δικά μας λάθη δεν βλάψανε παρά εμάς τους ίδιους. Ενώ τα λάθη ορισμένων άλλων βύθισαν σε βαρύ πένθος άλλους λαούς. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις δεν ήταν απλά λάθη αλλά εγκλήματα, για τα οποία οι απόγονοι των εγκληματιών οφείλουν να σέβονται τα θύματά τους, όπως στην περίπτωση τη δική μας, και να προσέχουν όταν μιλούν. Φταίμε όμως κι εμείς που καταντήσαμε στα μάτια των ξένων ζητιάνοι, που με απλωμένο το χέρι επαιτούμε τη βοήθειά τους.
Με ρωτήσατε ποιο ήταν το μεγαλύτερό μας λάθος. Το ότι στα 1944, στην απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ο ελληνικός λαός, που ήταν κατά 70% συσπειρωμένος μέσα στο ΕΑΜ και που με τις οργανώσεις και το στρατό του, τον ΕΛΑΣ, είχε τον απόλυτο έλεγχο της χώρας, παρέδωσε εθελοντικά τα όπλα στους Εγγλέζους, προδομένος από ανάξιους ή και σε ορισμένες περιπτώσεις –όπως του Σιάντου– ύποπτους ηγέτες. Μας λένε τώρα ότι σε περίπτωση που θα παίρναμε και τυπικά την εξουσία, θα κάναμε την Ελλάδα Βουλγαρία ή Αλβανία, εφαρμόζοντας το σοβιετικό σύστημα. Κακόβουλο ψέμα, που δυστυχώς κατόρθωσαν να μας επιβάλουν οι βαμμένοι αντικομουνιστές, συνεργάτες των Γερμανών και στη συνέχεια των Άγγλων και των Αμερικανών, θάβοντας ανάμεσα στα άλλα και το γεγονός ότι εμείς οι κομουνιστές μπήκαμε πρώτοι στην Αντίσταση κατά της Χούντας, φυλακιστήκαμε, βασανιστήκαμε, γιατί;
Για να φέρουμε τη σημερινή Δημοκρατία με επικεφαλής έναν αντίπαλό μας, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποδεικνύοντας ότι αγαπάμε περισσότερο τη χώρα μας και το λαό μας από το κόμμα μας. Ακριβώς το ίδιο ήμαστε και τότε, στα 1944, που βάζαμε την πατρίδα και το λαό μας πάνω απ’ όλα. Και το σύστημα που θα εφαρμόζαμε θα ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία, δηλαδή το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης όπως το είχε συντάξει ο Γληνός στο βιβλίο του Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ. Με τη Σοβιετική Ένωση, όπως και με όλες τις χώρες, θα είχαμε σχέσεις ισοτιμίας. Η ανεξαρτησία της χώρας ήταν ένα από τα πολυτιμότερα ιδανικά μας. Άλλωστε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, στα 1945, δήλωσε «Ισότιμες σχέσεις με την Αγγλία και τη Σοβιε¬τική Ένωση». Ποιοι ήμαστε τότε εμείς; Ήμαστε η γενιά των Ελλήνων που σταθήκαμε όρθιοι, που πρόθυμα δίναμε τη ζωή μας για την πατρίδα κι αυτό γιατί είχαμε οράματα. Υπήρχε υπερηφάνεια, ευγένεια, δίψα για μάθηση και δίψα για προσφορά για το γενικό καλό. Με άλλα λόγια, αυτή η γενιά της Εθνικής Αντίστασης υπήρξε η τελευταία γενιά των Ελεύθερων, Ανεξάρτητων, των Οραματιστών και των Καλλιεργημένων με την Αλήθεια και την Ομορφιά Ελλήνων. Και τέτοιες γενιές ένας λαός τις δημιουργεί κάθε 100, 200, 300 χρόνια. Έτσι, από κει και πέρα, άρχισε ο κατήφορος που «επιτρέπει» σήμερα σ’ αυτούς που εμείς τους κυνηγήσαμε με τα όπλα από τη χώρα μας, τους νεοναζί, να ασχημονούν βάζοντας εξώφυλλα τη δική μας Αφροδίτη να απλώνει το χέρι σαν ζητιάνα…
Η ντροπή που νιώθω είναι απέραντη όχι μόνο γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω, αλλά πιο πολύ γιατί βλέπω γύρω μου όλους αυτούς τους διαμορφωμένους από τους πολιτικούς μου αντιπάλους να δέχονται αδιαμαρτύρητα τον ευτελισμό της χώρας μας, φτύνοντας έτσι πάνω στις θυσίες και στο αίμα που έχυσε η γενιά μου για μια Πατρίδα Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και Υπερήφανη.
Άνθρωποι όπως εσείς μένουν πνευματικά πάντα νέοι και ανήσυχοι. Μήπως όμως φτάσαμε στο σημείο που πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της Μεταπολίτευσης έφτασε στο τέλος της;
Δεν συμφωνώ μ’ αυτού του είδους τα τσιτάτα: «Το τέλος της Μεταπολίτευσης». Από ποια άποψη; Και γιατί τα φορτώνουμε όλα στον πολιτικό κόσμο ξεχνώντας ότι ο όμορφος αυτός κόσμος πλάθεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτών που τον επιλέγουν, τον ψηφίζουν και τον τοποθετούν στην πλάτη μας; Δηλαδή του ίδιου του λαού, ο οποίος στην πλειοψηφία του όχι μόνο τους ανέχεται, αλλά και τους μιμείται, ειδικά στις αρνητικές συμπεριφορές, όπου κυριαρχεί η έλλειψη ήθους, μόρφωσης και πολιτισμού, με τις ίδιες απολύτως αντιλήψεις σε ζητήματα διαφθοράς και αδιαφορίας για την τύχη της χώρας. Σαπίσαμε όλοι μαζί και μακάρι να μπορούσαμε να πούμε ότι φτάσαμε στο τέλος του κατήφορου, στο σημείο ΜΗΔΕΝ. Γιατί στην ουσία μπήκαμε σε ένα σκοτεινό τούνελ και κανείς δεν ξέρει πώς και πότε θα ξαναβγούμε στο φως…
Ποια είναι η γνώμη σας για τη μετανάστευση στη χώρα μας, η οποία μάλιστα έχει και πορώδη σύνορα;
Η μετανάστευση είναι μια παλιά ιστορία, απέναντι στην οποία εμείς οι Έλληνες πρέπει να δείχνουμε μεγάλη κατανόηση και ανοχή. Εκατομμύρια συμπατριώτες μας, σπρωγμένοι βασικά απ’ την ανέχεια, την πείνα και την ανεργία, πήγαν και τελικά ρίζωσαν σε ξένα μέρη. Εγώ έφυγα για να σπουδάσω, όταν όμως ύστερα από δύο χρόνια σταμάτησαν να έρχονται τα εμβάσματα, μετατράπηκα σε οικονομικό μετανάστη, που έπρεπε να ζήσει σε μια ξένη χώρα, σ’ ένα ξένο μέρος, με τις δικές του δυνάμεις. Κι αυτό το μέρος ήταν, υποτίθεται, πολιτισμένο: το Παρίσι. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι αισθάνεται κανείς όταν είναι ξένος, ξεριζωμένος απ’ τον τόπο του και όταν οι άλλοι –οι ντόπιοι– τον αντιμετωπίζουν σαν ξένο. Χίλιες φορές καλύτερα, σκεπτόμουν τότε, οι φυλακές και τα στρατόπεδα που έζησα. Τα χρόνια εκείνα στο Παρίσι ήταν τα πιο επώδυνα, τα πιο βάρβαρα και σκληρά χρόνια της ζωής μου. Κι όταν κάποιος μου έλεγε «Τι θέλεις εδώ; Γιατί δεν γυρνάς στην πατρίδα σου;», μου ερχόταν να τον σκοτώσω. Έτσι, άλλωστε, έγινε και είπα μια μέρα στη Μυρτώ: «Τα μαζεύουμε και φεύγουμε», γιατί λίγο έλειψε να στραγγαλίσω έναν Γάλλο, που Χριστούγεννα, σ’ ένα έρημο πάρκο, χαστούκισε τη μικρή μου Μαργαρίτα που δεν θα ήταν τότε 3 ετών, γιατί επέμενε να παίζει μπάλα με το γιο του… Μια ξένη…
Θέλω με όλα αυτά να πω ότι η αντιμετώπιση του μετανάστη είναι για μένα πρώτα θέμα ανθρωπιάς από μέρους μας κι έπειτα όλα τα άλλα. Κι αν το μπορούσα, θα άνοιγα μια τεράστια αγκαλιά να τους ζεστάνω, γιατί τους πονώ και υποφέρω μαζί τους. Να τους δώσω αυτό που δεν μας έδιναν οι ξένοι, όταν ξεριζωμένοι και απροστάτευτοι χτυπούσαμε την πόρτα τους για λίγη ζεστασιά και δεν μας την έδιναν.
Η Τουρκία παίζει σε δύο ταμπλό: και με τη Ρωσία και με την Αμερική. Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε;
Είπαμε πιο πριν ότι στερούμεθα «εναλλακτικής διπλωματίας», σε αντίθεση με τους Τούρκους, που έχουν ένα μόνιμο διπλωματικό δυναμικό, που δεν αλλάζει από κυβέρνηση σε κυβέρνηση, έτσι ώστε να έχουν μια σταθερότητα και μια συνεχόμενη στρατηγική στην εξωτερική τους πολιτική. Και κάνουν καλά, γιατί ειδικά η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι εθνική και όχι κομματική, δηλαδή ευκαιρια¬κή και επιπόλαιη όπως η δική μας. Ειδικά εμείς, με τη σπάνια στρατηγική θέση που κατέχει στον παγκόσμιο χάρτη η χώρα μας, θα μπορούσαμε με μια σωστή –καθαρά εθνική– και ενιαία εξωτερική πολιτική να αποκομίσουμε μεγάλα οφέλη, αντί να μετράμε συμφορές. Φυσικά θα πρέπει να έχεις ως γνώμονα την εθνική ανεξαρτησία και την ελευθερία επιλογών, καθώς και τη θέληση να την επιβάλεις. Εμείς όμως επιτρέψαμε στους κατά καιρούς «προστάτες» μας να επηρεάζουν από το παρασκήνιο τις επιλογές μας σύμφωνα με τα δικά τους και όχι τα δικά μας συμφέροντα, όπως λόγου χάρη τώρα με τα ανοίγματα της κυβέρνησης Καραμανλή προς τη Ρωσία και την Κίνα, που αντιμετωπίστηκαν με οργή από τις ΗΠΑ και τα τσιράκια τους που έπαιξαν βασικό ρόλο στις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις. Αν είχαμε κι εμείς, όπως η Τουρκία, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ασφαλώς θα έπρεπε να επιδιώξουμε ίσες σχέσεις με ΟΛΟΥΣ τους λαούς, με βάση το αμοιβαίο συμφέρον και πάνω απ’ όλα με τις ΗΠΑ, με τη Ρωσία και με την Κίνα.
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να απαντήσω στις επιθέσεις που μου γίνονται, ότι τάχα βλέπω παντού συνωμοσίες, πίσω από τις οποίες βρίσκονται οι ΗΠΑ. Αγνοούν, τάχα, όλοι αυτοί το ρόλο του Πιουριφόι –πρέσβη των ΗΠΑ– στην εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, εκτός από τη σωρεία των ενεργειών του με την άμεση εμπλοκή του στην πολιτική μας ζωή; Και αργότερα, το ρόλο της CIA στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών ή του Κίσινγκερ στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο; Και είναι αλήθεια ή ψέμα ότι αντιτίθενται στις σχέσεις μας με τη Ρωσία και με την Κίνα και κάνουν ό,τι τους είναι δυνατόν για να μην λειτουργήσει η συμφωνία μας με τη Ρωσία για τον αγωγό; Τέλος, δεν τους είναι γνωστό το γεγονός ότι έκαναν το παν για να επιβληθεί το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, και μάλιστα σκόρπισαν εκατομμύρια στη χώρα μας για να εξαγοράσουν διάφορους παράγοντες, προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη υπέρ αυτού του σχεδίου «τους»; Τώρα θα περιμένουμε τα αποτελέσματα απ’ αυτό τον αιφνίδιο εναγκαλισμό των κυβερνήσεων Ελλάδας – Τουρκίας… Χρειάζεται μόνο λίγη υπομονή…
Τέλος, προβλέπω ότι κάποια μέρα, που θα μαθευτούν όλα –αν και όταν–, οι Έλληνες θα τρίβουν τα μάτια τους όταν μάθουν πόσες επιτροπές, με βαρύγδουπα και παραπλανητικά ονόματα, όπως λόγου χάρη για τη Φιλία (τάχα) των Λαών, για την Ειρήνη ή την Ανάπτυξη κ.λπ. κ.λπ. χρηματοδοτούνται από διεθνείς οργανισμούς –όργανα της αμερικανικής πολιτικής– και ποιοι επώνυμοι συμμετέχουν σ’ αυτές –με το αζημίωτο φυσικά–, προκειμένου να υπηρετήσουν, να προπαγανδίσουν και να «περάσουν» την πολιτική των ΗΠΑ σε χώρους ιδιαίτερα ευαίσθητους, όπως η εξωτερική μας πολιτική, η πληροφόρηση και η Παιδεία. Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι με τη μεγάλη δύναμη που διαθέτουν χάρη στη βοήθεια της ντόπιας εξουσίας και των διεθνών πανίσχυρων κέντρων, προσπαθούν να συνθλίψουν κάθε φωνή που θα τολμήσει να εναντιωθεί στα σχέδιά τους. Δηλαδή στα συμφέροντα της υπερδύναμης που υπηρετούν.
Πώς αισθάνεται τελικά ένας κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος, όπως εσείς, ζώντας στην Ελλάδα του σήμερα;
Σαν ένα αιχμάλωτο θηρίο μέσα σ’ ένα κλουβί. Γιατί αν διέθετα τις αναγκαίες φυσικές δυνάμεις, να είστε βέβαιοι ότι δεν θα στεκόμουνα στα λόγια όπως τώρα, αλλά θα προσπαθούσα με όλα τα μέσα να πείσω το λαό μας και ιδιαίτερα τη νεολαία μας για τα «πιστεύω» μου, που αφορούν το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, προτείνοντας λύσεις ρεα¬λιστικές, εφικτές και σωτήριες, με τη βεβαιότητα ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει το αναγκαίο υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή οι υπεύθυνοι και ανεξάρτητοι Έλληνες πολίτες, που μπορούν να ανατρέψουν τα κακώς κείμενα οπλισμένοι με οράματα, σιδερένια θέληση και πρόθυμοι για αγώνες και θυσίες, ώστε να τοποθετήσουν την πατρίδα μας στο βάθρο που δικαιούται, που της πρέπει και της αξίζει.
Πόσο σας ανησυχεί η παρούσα κατάσταση για την πορεία και τη βιωσιμότητα της χώρας μας;
Δεν ανησυχώ για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Γιατί γνωρίζω καλά ότι κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια της επικαιρότητας υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια ακέραιοι πολίτες που, ανεξάρτητα από όσα τους υποχρέωσαν να κάνουν στα χρόνια που πέρασαν, λόγου χάρη να ψηφίζουν υποχρεωτικά τον Α ή τον Β γιατί δεν έβλεπαν άλλη λύση, δια¬τηρούν μέσα τους άσβεστη τη φλόγα της αγάπης για την πατρίδα τους, το σεβασμό για την αλήθεια και την αφοσίωση στα μεγάλα και ιερά ιδανικά που μας οδήγησαν σε καιρούς χαλεπούς και επομένως μπορούν να ξαναβρούν τον εαυτό τους, που είναι πλασμένος σύμφωνα με τις ιστορικές και πολιτιστικές αξίες που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να σβήσει, σε πείσμα των εχθρών μας
και των άσπονδων φίλων μας. Λαός, Ελλάδα, Ελληνικότητα, συνυφασμένα με την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και τον Πολιτισμό αποτελούν μια πανανθρώπινη κατάκτηση, που είναι καταδικασμένη να ζήσει. Και θα ζήσει.
καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή