Η πρώτη «Κυβέρνηση Αποστατών», του Ιωάννη Αθανασιάδη - Νόβα.
Δεξιά ο πρωτεργάτης της Αποστασίας, Κων/νος Μητσοτάκης. |
Με τον όρο Αποστασία ή Ιουλιανά αναφέρεται στη σύγχρονη
ιστορία της Ελλάδας η περίοδος πολιτικής ανωμαλίας, που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης
του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965 , έως την επιβολή της δικτατορίας
των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967.
* * *
Η Ένωσις Κέντρου με επικεφαλής τον Γ. Παπανδρέου είχε
νικήσει στις βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964, με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία
των ελληνικών εκλογών (52,72%). Και ο Γ. Παπανδρέου είχε σχηματίσει, για πρώτη φορά, αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές.
Αφορμή για τον εξαναγκασμό σε παραίτηση
του Γ. Παπανδρέου από την
πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε
η διαμάχη του με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο,
για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού
ΓΕΣ. Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο
Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή
του, ελέγχονταν από το παλάτι, με
ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Συγκεκριμένα είχε επιλέξει ως νέο υπουργό
Άμυνας το γιό του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την ίδια περίοδο εφέρετο
αναμεμιγμένος στην πολύκροτη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ο βασιλιάς αρνούνταν να
υπογράψει τα σχετικά διατάγματα, αν δεν ενέκρινε πρώτα τους αντικαταστάτες
τους.
Στις 7:00 το απόγευμα της 15ης Ιουλίου πραγματοποιήθηκε στα
ανάκτορα (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο, στην οδό Ηρώδου Αττικού) η τελευταία
συνάντηση του Κωνσταντίνου με τον Παπανδρέου. Η συνάντηση διήρκησε μόνο δέκα
λεπτά και επιβεβαίωσε το αδιέξοδο και τη ρήξη του Βασιλιά με τον Πρωθυπουργό.
Πενήντα λεπτά αργότερα, ορκίστηκε ο πρώτος «αποστάτης»
Πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, μέλος της
Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί και περίμενε κρυπτόμενος σε ένα
διπλανό δωμάτιο. Επειδή η ορκωμοσία του
Νόβα ήταν προφανώς προαποφασισμένη και προσυνεννοημένη με τον βασιλιά,
ονομάστηκε και «κατεψυγμένος πρωθυπουργός».
Η κυβέρνηση Νόβα ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης στις 4 Αυγούστου
του 1965, αλλά καταψηφίστηκε από τους Βουλευτές.
Στις 18 Αυγούστου εντολή σχηματισμού κυβέρνησης παίρνει ο
Ηλίας Τσιριμώκος, πρώην στέλεχος της ΕΔΑ (η κοινοβουλευτική έκφραση του ΚΚΕ), αλλά και η δική του
Κυβέρνηση καταψηφίζεται στη Βουλή.
Για δύο μήνες, ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ του 1965, η Αθήνα
συγκλονίζεται από ογκώδεις διαδηλώσεις πολιτών, που αποδοκιμάζουν τους
αποστάτες βουλευτές, εκδότες εφημερίδων
και τις ενέργειες του Βασιλιά. Φοβερά επεισόδια, άγριες συμπλοκές
διαδηλωτών με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας.
Τελικά, δόθηκε εντολή
σχηματισμού Κυβέρνηση στο στέλεχος της Ένωσης Κέντρου Στέφανο
Στεφανόπουλο , που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 24
Σεπτεμβρίου, με 152 ψήφους υπέρ και 148
κατά. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα παραμείνει στην εξουσία ως την 21η
Δεκεμβρίου 1966, οπότε και θα ανατραπεί,
ύστερα από συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου
και του αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου,
για διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και διεξαγωγή εκλογών. Εκλογές , που
δεν έγιναν ΠΟΤΕ, διότι τους πρόλαβαν οι Συνταγματάρχες, και την 21 Απριλίου του
1967 επέβαλαν στη χώρα μας καθεστώς στρατιωτικής Δικτατορίας.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, η απέραντη κοινωνική δυσαρέσκεια οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες λαού σε
πρωτοφανείς αγώνες διαρκείας, κατά των κατεστημένων κέντρων εξουσίας, που
αποφάσιζαν, αγνοώντας τη βούληση του
Λαού.
Ο Ιούλιος του 1965 θα μείνει στην ελληνική ιστορία και λόγω
των έντονων αντιδράσεων του Λαού, που χωρίς να καθοδηγούνται από κομματικές ή
συνδικαλιστικές ηγεσίες, παρέμειναν για 70 μέρες στους δρόμους και ανέτρεψαν
δύο ανακτορικές Κυβερνήσεις.
Ιουλιανά 1965: Ο θρόνος επεμβαίνει ανοικτά στην πολιτική ζωή
της χώρας και ανατρέπει την κυβέρνηση
Στις 15 Ιουνίου 1965 ξεκινά μια μακρά περίοδο πολιτικής
κρίσης, που θα υπονομεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα.
Κεντρικό πρόσωπο του δράματος ο Κωνσταντίνος, που προκαλεί
την πτώση του πρωθυπουργού Γεωργιου Παπανδρέου και στην συνέχεια μεθοδεύει τη
συγκρότηση των περίφημων «κυβερνήσεων αποστασίας», χρησιμοποιώντας πρώην
στελέχη της Ένωσης Κέντρου.
Η «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» φέρνει στο προσκήνιο τις υπάρχουσες
αντιθέσεις στους κόλπους της «Ένωσης Κέντρου» και από τις αρχές Ιουλίου πυροδοτεί
μια σοβαρή ρήξη ανάμεσα στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και στον
προσκείμενο στ’ Ανάκτορα υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Μπρος στην
κατάσταση αυτή, ο πρωθυπουργός καλεί τον υπουργό του να παραιτηθεί (μια και τον
θεωρεί ως μετέχοντα στην όλη εκστρατεία κατά της κυβέρνησης), ο τελευταίος
όμως, με μια πρωτοβουλία χωρίς προηγούμενο σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα,
αρνείται! Μετά από αυτό, ο Γ. Παπανδρέου κάνει γνωστό στο βασιλιά ότι έχει
αποφασίσει ν’ απομακρύνει τον Γαρουφαλιά από τη θέση του και ν’ αναλάβει ο
ίδιος (όπως είχε δικαίωμα κατά το Σύνταγμα) το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή ο βασιλιάς κάνει τη μοιραία
κίνηση. Συμπεριφερόμενος ως πολιτικό πρόσωπο μάλλον παρά ως τυπικός άρχων,
απορρίπτει την απόφαση του πρωθυπουργού και (καλύπτοντας πλήρως τον Γαρουφαλιά)
κάνει σαφές ότι δεν δέχεται αλλαγή στην πολιτική ηγεσία του επίμαχου
υπουργείου. Στη σχετική μάλιστα αλληλογραφία του με τον Παπανδρέου, παίρνει
ανοιχτή θέση πάνω στην «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» (που βρισκόταν στο στάδιο των
ανακρίσεων), η οποία και ταυτίζεται πλήρως με εκείνην της Αντιπολίτευσης.
Στις 14 Ιουλίου ο βασιλιάς επιστρέφει στην Αθήνα από την
Κέρκυρα (όπου λίγες ημέρες πιο πριν είχε γεννηθεί η κόρη του Αλεξία) και
προγραμματίζεται συνάντηση των δυο βασικών παραγόντων του πολιτεύματος νια την
επομένη.
Η απόλυση. Η συνάντηση γίνεται στα ανάκτορα στις επτά το
απόγευμα και είναι πολύ σύντομη. Και οι δυο πλευρές επιμένουν στις θέσεις τους.
Ακολουθεί η εξής στιχομυθία:
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ώστε, μεγαλειότατε, ευρισκόμεθα εν
διαφωνία; ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δυστυχώς. Και αυτό
σημαίνει ότι παραιτείσθε;
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:
Βεβαιότατα. Αύριον θα σας υποβάλλω εγγράφως την παραίτησιν της Κυβερνήσεως μου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δεν
χρειάζεται κύριε πρόεδρε. Μου αρκεί και η προφορική υποβολή της. θεωρώ την παραίτησίν
σας ως δεδομένην από την στιγμήν αυτήν.
Η ενέργεια αυτή του Κωνσταντίνου ισοδυναμούσε με ουσιαστική
απόλυση του πρωθυπουργού, αν ληφθεί υπόψη το τελείως παράτυπο της (εσπευσμένη
«επισημοποίηση» προφορικής και μη καταγραμμένης παραίτησης). Εξάλλου,
χαρακτηριστικό είναι ότι την ίδια ώρα ο Γαρουφαλιάς είχε διατάξει «αυτοβούλως»
στρατιωτική επιφυλακή στην περιοχή της πρωτεύουσας (εν αγνοία του νόμιμου
πρωθυπουργού),ενώ είχε ήδη μεθοδευτεί και η διάδοχη λύση.
Η πρώτη κυβέρνηση
αποστατών.
Μια ώρα περίπου μετά τη στιχομυθία αυτή, ο βασιλιάς
ολοκληρώνει το κοινοβουλευτικό του «πραξικόπημα», ορκίζοντας στα ανάκτορα (εν
αγνοία του ακόμη νόμιμου πρωθυπουργού Παπανδρέου) την πρώτη «κυβέρνηση
αποστατών». Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο πρόεδρος της Βουλής Γεώργιος Αθανασιάδης
Νόβας, με υπουργούς άλλα στελέχη της Ένωσης Κέντρου (Κ. Μητσοτάκης, Δ.
Παπασπύρου, Σ. Αλαμανής, Γ. Μπακατσέλος κ.ά.).
Οι βασιλικοί χειρισμοί προκαλούν πραγματική πολιτική έκρηξη
και ο Γ. Παπανδρέου καταγγέλλει εξοργισμένος τόσο τη στάση του Κωνσταντίνου,
όσο και τα στελέχη του κόμματος του που δέχτηκαν να συμπράξουν μ’ αυτόν. Τους
αποκαλεί «αποστάτες» και «προδότες» και καλεί το λαό ν’ αγωνιστεί για την
αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Κατά τις ημέρες που ακολουθούν η
Αθήνα συγκλονίζεται από πρωτοφανείς σε όγκο και πάθος διαδηλώσεις, κατά τη
διάρκεια των οποίων σκοτώνεται ένας φοιτητής (ο 23χρος Σωτήρης Πέτρουλας) και
τραυματίζονται δεκάδες. Παράλληλα, στη Βουλή διαδραματίζονται «σκηνές απείρου
κάλλους», με τους βουλευτές του Κέντρου ν’ αποδοκιμάζουν έντονα τα μέλη της
νέας κυβέρνησης. Ιδιαίτερα έντονες είναι οι επιθέσεις κατά του Νόβα, που (ας
σημειωθεί) εκείνες τις μέρες γίνεται και στόχος ειρωνικών επιθέσεων από τον
κεντρώο Τύπο για το ποιητικό του παρελθόν. Παίρνει, μάλιστα, και το ελάχιστα
τιμητικό τίτλο του «Γαρνάλατα» (για κάποιους άτυχους στίχους των οποίων φερόταν
συγγραφέας).
Η κυβέρνηση Νόβα αποδοκιμάζεται από τη Βουλή στις 5
Αυγούστου, με 131 ψήφους υπέρ (25 των «αποστατών», 98 της ΕΡΕ και 8 του
Κόμματος των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη) και 167 κατά (145 της ΕΚ και 22 της
ΕΔΑ). Μετά από το αποτέλεσμα αυτό, υποχρεώνεται να παραιτηθεί.
Η δεύτερη κυβέρνηση
αποστατών
Η δεύτερη «Κυβέρνηση Αποστατών», του Ηλία Τσιριμώκου Φυσικά ο Κων/νος Μητσοτάκης, πίσω του |
Η κυβέρνηση Τσιριμώκου αντιμετωπίζει πραγματική θύελλα
λαϊκών αντιδράσεων. Λίγες ημέρες αργότερα αποδοκιμάζεται κι αυτή στη Βουλή, με
μικρότερη όμως πλειοψηφία. Υπέρ της ψηφίζουν 135 βουλευτές (37 των «αποστατών»
και 98 της ΕΡΕ) και εναντίον της 159 (134 της Ένωσης Κέντρου, 22 της ΕΔΑ και 3 του
Κόμματος των Προοδευτικών).
Η τρίτη κυβέρνηση
αποστατών.
Μετά και το νέο αυτό αποτέλεσμα, όλοι πιστεύουν ότι ο
βασιλιάς θα ενδώσει επιτέλους και θα συμβάλει στην εκτόνωση της κατάστασης,
οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές (όπως ζητούσε ο Γ. Παπανδρέου). Όμως δεν συμβαίνει
κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πεισματωμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του,
εντείνει (με τους συμβούλους του) τις προσπάθειες για απόσπαση και νέων
βουλευτών του Κέντρου και δημιουργία τρίτης αυλικής κυβέρνησης. Έτσι (με τη
συνεχιζόμενη διαρροή κεντρώων βουλευτών) προχωρά στις 18 Σεπτεμβρίου στην
πρωθυπουργοποίηση του Σ. Στεφανόπουλου, ο οποίος (λίγες ημέρες πιο πριν)
καταδίκαζε την αποστασία του Γ. Νόβα και του Η.Τσιριμώκου και καταψήφιζε τις
κυβερνήσεις τους! Σημειώνεται ότι εκείνες της μέρες, πολλοί οπαδοί του Κέντρου
θεώρησαν «ύποπτο» για φιλοβασιλισμό το «Συγκρότημα Λαμπράκη» (που τελικά έμεινε
πιστό στον Γ. Παπανδρέου) και έκαψαν δημόσια φύλλα των εφημερίδων «Τα Νέα» και
«Το Βήμα».
Η νέα κυβέρνηση θα εμφανιστεί στη βουλή και στις 24 Σεπτεμβρίου
θα πάρει την ποθούμενη ψήφο εμπιστοσύνης, με 152 θετικές ψήφους. Κατά τους
μήνες που ακολουθούν, τα πρώην στελέχη του Κέντρου που είχαν συμπράξει με τ’
ανάκτορα, προχωρούν στη δημιουργία δικού τους κόμματος (φιλελεύθερο Δημοκρατικό
Κέντρο), το οποίο δεν θα κατορθώσει ποτέ ν’ αποκτήσει έστω και στοιχειώδη λαϊκή
βάση. Αντίθετα, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα στηριχτεί απόλυτα στην ΕΡΕ (τη
μεγάλη χαμένη των τελευταίων εκλογών του 1964), η οποία μάλιστα θ’
αντιπροσωπευτεί σε κυβερνητικό επίπεδο μ’ έναν υπουργό-τοποτηρητή.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα παραμείνει στην εξουσία μέχρι
το Δεκέμβριο του 1966 και επί των ημερών της θα μεθοδευτούν οι δίκες για την
υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη (που θα πείσουν ελάχιστα
για την αντικειμενικότητα τους). Τελικά, θα ανατραπεί από την ΕΡΕ και θ’
ακολουθήσουν οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στη δικτατορία της 21
ης Απριλίου 1967.
Τα «Ιουλιανά» του 1965 αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη πολιτική
κρίση της μεταπολεμικής περιόδου και άνοιξαν το δρόμο για την υπονόμευση του
δημοκρατικού πολιτεύματος και την τελική κατάρρευση του, το 1967. Παράλληλα,
αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για το μοναρχικό θεσμό, με ευθύνη του ίδιου του
Κωνσταντίνου και των συμβούλων του. Κατά τους κρίσιμους εκείνους μήνες, ο βασιλιάς
-επικαλούμενος τις συνταγματικές εξουσίες του- κατηγορήθηκε ότι συμπεριφέρθηκε
με κριτήρια κομματάρχη και ήλθε επανειλημμένα σε ευθεία σύγκρουση με την αρχή
της Λαϊκής Κυριαρχίας, που αποτελεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Δεν είναι
τυχαίο ότι τότε ακούστηκαν και ορισμένα, ελάχιστα ευγενικά, συνθήματα κατά της
βασιλικής οικογένειας. Μ’ αυτά, υποδηλωνόταν και η ευθεία αντίθεση ενός
τεράστιου μέρους των πολιτών εναντίον όχι μόνον του Κωνσταντίνου, αλλά και
εναντίον του αυλικού του περιβάλλοντος, στο οποίο εμφανιζόταν να κανοναρχεί η
βασίλισσα Φρειδερίκη, γνωστή και από παλιά για τις συνεχείς παρεμβάσεις της στα
πολιτικά δρώμενα.
Όλος ο «θίασος επί σκηνής» χαίρεται για την γέννηση της κόρης του Κοκού, της Αλεξίας |
Η κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου (που ανέλαβε την
εξουσία το Σεπτέμβριο του 1965) παραμένει στην εξουσία περισσότερο από ένα
χρόνο, με την κοινοβουλευτική υποστήριξη της ΕΡΕ (της «χαμένης» των τελευταίων
εκλογών του 1964). Κατά την περίοδο αυτή κατασιγάζονται σημαντικά τα έντονα
πολιτικά πάθη και γίνεται κοινή συνείδηση στις ηγεσίες των δυο μεγαλύτερων
κομμάτων (της Ένωσης Κέντρου και της ΕΡΕ) η ανάγκη της προσφυγής στις κάλπες.
Στα μέσα Δεκεμβρίου επιτυγχάνεται σχετική συμφωνία μεταξύ Γ. Παπανδρέου – Π.
Κανελλόπουλου (με τη σύμφωνη γνώμη και του Κωνσταντίνου) και στις 20 του ίδιου
μήνα η ΕΡΕ ανακοινώνει ότι αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση. Την
επομένη ο Στεφανόπουλος παραιτείται, κλείνοντας με την ενέργεια του αυτή τη
θλιβερή περίοδο των «Ιουλιανών». Ακολουθεί ο σχηματισμός μεταβατικής –
υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο (τον υπηρεσιακό
πρωθυπουργό που είχε ενεργήσει τις εκλογές και του 1964), επιφορτισμένη να
προετοιμάσει το δρόμο προς τη νέα και αποφασιστική εκλογική αναμέτρηση του
Μαΐου 1967. Σημειώνεται ότι ο βασιλιάς δεν περιορίζεται στο να εγκρίνει τον κατάλογο
των υποψήφιων υπηρεσιακών υπουργών (που όφειλε να του προτείνει ο νέος
πρωθυπουργός) αλλά (κατά παράβαση κάθε συνταγματικής αρχής) τους επιλέγει ο
ίδιος!
Η λύση Παρασκευόπουλου γίνεται και επίσημα αποδεκτή από τις
ηγεσίες της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου, όχι όμως χωρίς προβλήματα. Πολλοί
βουλευτές της ΕΡΕ εμφανίζονται να διαφωνούν με την επιλογή του Π.
Κανελλόπουλου, ενόψει βέβαια και της διαφαινόμενης ήττας του κόμματος τους στις
προσεχείς εκλογές. Σοβαρότερες είναι οι αντιδράσεις στους κόλπους της Ένωσης
Κέντρου, όπου ο ηγέτης της κεντροαριστερής πτέρυγας Ανδρέας Παπανδρέου (γιος
του ηγέτη του κόμματος) εκφράζει ανοιχτά τη δυσφορία του για το συμβιβασμό με
την ΕΡΕ και το παλάτι και ζητά να καταγγελθεί η νέα κυβέρνηση και να
αποδοκιμαστεί στη Βουλή. Η «ακραία» εκείνη πολιτική στάση του βρίσκει σύμφωνους
δεκάδες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου (περίπου 30-40), καθώς και μεγάλο μέρος
των οπαδών του κόμματος.
Ο Γ. Παπανδρέου θα αντιδράσει δυναμικά στην «αριστερή
εξέγερση» του γιου του και θα κάνει σαφές ότι όσοι καταψηφίσουν την κυβέρνηση
του I. Παρασκευόπουλου, «θα θέσουν εαυτούς εκτός κόμματος». Με τη στάση του
εκείνη υποχρεώνει τον Ανδρέα και τους πιστούς του βουλευτές να υποχωρήσουν και
στις 13 Ιανουαρίου 1967 η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης,
με 215 «ναι», επί 276 παρόντων (δεν ψήφισαν υπέρ της οι βουλευτές της ΕΔΑ και
οι «αποστάτες»).
Στο σπίτι του Μητσοτάκη μαγειρεύτηκε η αποστασία
Έγκλημα εκ προμελέτης ήταν η Αποστασία. Το αποδεικνύει
απόρρητη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου καταγράφεται σειρά συναντήσεων
Αμερικανού διπλωμάτη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την «κλίκα του», αρκετές
εβδομάδας πριν από την πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Αμερικανός
επισκέπτης, στο υπόμνημά του, θεωρεί «ολοφάνερο» ότι ο Μητσοτάκης εμφανιζόταν
ως «καλύτερη εναλλακτική λύση για τη θέση του Πρωθυπουργού».
Το απόρρητο υπόμνημα- με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1965- που
αποκαλύπτουν «ΤΑ ΝΕΑ», καταρρίπτει πλήρως τους ισχυρισμούς Μητσοτάκη ότι δεν
είχε καμία εμπλοκή στην κρίση που οδήγησε σε παραίτηση τον Γεώργιο Παπανδρέου
αλλά αναμείχθηκε μετά στις κυβερνήσεις των Αποστατών. Αποκαλυπτικό είναι το
υπόμνημα και για το Κυπριακό. Στη συνάντηση με τον Αμερικανό, ο Μητσοτάκης
τάσσεται αναφανδόν υπέρ του Σχεδίου Άτσεσον, το οποίο, κατά την άποψή του, έπρεπε
να επιβληθεί στον Μακάριο ακόμη και με πραξικόπημα!
Υπενθυμίζουμε εν τάχει τα γεγονότα. Στο τέλος Ιουνίου του
1965, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου είναι σε τροχιά σύγκρουσης με το Παλάτι.
Ο «γέρος της Δημοκρατίας» προωθεί την αντικατάσταση του αρχηγού ΓΕΣ. Όμως ο
στρατηγός Γεννηματάς- που έχει παίξει ενεργό ρόλο στη «βία και νοθεία» των
εκλογών του 1961- είναι ο τοποτηρητής στο στράτευμα των Ανακτόρων που
αντιδρούν. Αντίθετος είναι και ο υπουργός Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς, επίσης
άνθρωπος του Παλατιού. Ο Παπανδρέου επιμένει και ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από τη
Βουλή. Το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, ενώ στήνεται σκηνικό κρίσης.
Το δείπνο. Μέσα σε αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα, τέσσερις
επώνυμοι Έλληνες κι ένας Αμερικανός διπλωμάτης δειπνούν μαζί. Το ξέρουμε γιατί
ο τελευταίος συνέταξε μνημόνιο για τη συνάντηση αυτή, με ημερομηνία 28 Ιουνίου
1965, κι ένα αντίγραφο υποβάλλεται προς τον Ρίτσαρντ Μπάραμ, υπεύθυνο Ελληνικών
Υποθέσεων της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα.
Οικοδεσπότης στο τραπέζι είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης,
υπουργός Οικονομικών τότε της κυβέρνησης Παπανδρέου. Το δείπνο γίνεται,
άλλωστε, στο σπίτι του. Συνδαιτυμόνες, πέραν του Αμερικανού διπλωμάτη, είναι ο
Πάνος Κόκκας, εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία», ο Γιάννης Τσουδερός, βουλευτής
Κρήτης της Ένωσης Κέντρου και ο υποδιευθυντής του ΙΚΑ Νίκος Δεληπέτρος.
Η βραδιά είναι πλούσια σε εκμυστηρεύσεις και αποκαλύψεις.
Η κουβέντα ξεκινά από τον στρατηγό Γεννηματά και μετά περνά
στον Ανδρέα Παπανδρέου, με τον οποίο έχει εμμονή ο Μητσοτάκης. Κάποια στιγμή
αστειευόμενος λέει πως η καλύτερη ιδέα θα ήταν να τον στείλουν στο εξωτερικό.
Ιδιαίτερα απαξιωτικός εμφανίζεται ο Μητσοτάκης για τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το
Κυπριακό. Ωμός είναι ο Μητσοτάκης και για το Κυπριακό. Τάσσεται υπέρ μιας
ελληνο-τουρκικής συμβιβαστικής λύσης, και τοποθετείται υπέρ του σχεδίου
Άτσεσον. Ο μυστακοφόρος πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον είχε
αναλάβει από τον τότε Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον να εκπονήσει ένα σχέδιο επίλυσης
του Κυπριακού. Ο Άτσεσον έριξε πρώτος το σπόρο της διχοτόμησης του νησιού,
δίνοντας την Καρπασία και κάποιες άλλες περιοχές στους Τούρκους, με αντάλλαγμα
την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Μητσοτάκης επιμένει ότι η ελληνική
κυβέρνηση θα είχε δεχθεί το σχέδιο το καλοκαίρι του 1964, αν ο Ανδρέας δεν
έκανε προσωπικό διάβημα στον πατέρα του Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Μητσοτάκης
καταλήγει ότι το σχέδιο μπορούσε και έπρεπε να επιβληθεί στον Μακάριο- που το
απέρριψε - ακόμη και διά των όπλων.
Η κορύφωση της κρίσης. Οι επόμενες δεκαπέντε μέρες θα είναι
ταραγμένες. Ο υπουργός Άμυνας Γαρουφαλιάς παραιτείται, το Παλάτι αρνείται στον
Γεώργιο Παπανδρέου το δικαίωμα αντικατάστασής του. Το αδιέξοδο δεν αίρεται
ακόμη κι όταν ο Πρωθυπουργός προτείνει να γίνει ο ίδιος και υπουργός Άμυνας. Η
πολιτική και Συνταγματική κρίση είναι γνωστή ως «Ιουλιανά». Ακολουθεί η πτώση
της κυβέρνησης Παπανδρέου και η «Αποστασία», στην οποία ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης θα είναι αρνητικός πρωταγωνιστής σε έναν ρόλο που θα στιγματίσει την
πολιτική του καριέρα.
Η κουβέντα της ελληνο-αμερικανικής παρέας για την Κύπρο
δείχνει την μακρά επώαση της ιδέας ότι η αντίσταση του Μακαρίου μπορεί να
καμφθεί μόνον με πραξικόπημα. Αυτό θα γίνει τον Ιούλιο του 1974 υποκινημένο από
την χούντα Ιωαννίδη στην Αθήνα, ανοίγοντας την πόρτα στον τουρκικό Αττίλα.
Το «Υπόμνημα Συζήτησης» είναι, σύμφωνα με τη διαβάθμιση των
διπλωματικών απορρήτων, «εμπιστευτικού χαρακτήρα- ομάδας 3». Υποβαθμίζεται ανά
12 χρόνια, αλλά δεν αποχαρακτηρίζεται αυτόματα. Θα χρειαστεί να περάσουν
σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να έρθει στη δημοσιότητα από «ΤΑ ΝΕΑ». Η
ανάγνωσή του φωτίζει μια σκοτεινή πτυχή της νεώτερης πολιτικής Ιστορίας.
Το Υπόμνημα Συζήτησης
Ημερομηνία: 28 Ιουνίου 1965 Θέμα: Πολιτική κατάσταση στην
Ελλάδα Συμμετέχοντες: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Οικονομικών Πάνος Κόκκας:
Ιδιοκτήτης- εκδότης της καθημερινής εφημερίδας «Ελευθερία» Γιάννης Τσουδερός:
Βουλευτής Κρήτης του κόμματος Ένωσης Κέντρου Νίκος Δεληπέτρος: Υποδιευθυντής
στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ)
Αντίγραφα προς: Richard W. Βarham, υπεύθυνο Ελληνικών Υποθέσεων,
ΝΕΑ- Αμερικανική Πρεσβεία Αθηνών Κατά τη διάρκεια δείπνου στο σπίτι του
υπουργού Οικονομικών κ. Μητσοτάκη, υπήρξα μάρτυς ορισμένων από τις πολιτικές
απόψεις των ισχυρών Κόκκα- Μητσοτάκη, μερίδας της Ένωσης Κέντρου. Ο Κόκκας, το
πιο δυναμικό μέλος της ομάδας, υπερίσχυσε στη συζήτηση. Ο Μητσοτάκης με ήρεμο
αλλά σθεναρό τρόπο επίσης πήρε ενεργό ρόλο στην κουβέντα, με τον Τσουδερό και
τον Δεληπέτρο να συμμετέχουν κατά διαστήματα. Τα κυριότερα θέματα που
συζητήθηκαν ήταν ο επικεφαλής στρατηγός των χερσαίων δυνάμεων Γεννηματάς, ο
Ανδρέας Παπανδρέου, ο Πρωθυπουργός και η Κύπρος. Το θέμα του Ανδρέα Παπανδρέου
φαινόταν να είναι εκείνο που το διέκρινε μεγαλύτερος συναισθηματισμός.
Προσπάθησα να συνοψίσω παρακάτω τη συζήτηση σύμφωνα με τα θέματα.
Στρατηγός Γεννηματάς
Ο κ. Κόκκας έκανε μια μακρά αναφορά για τον στρατηγό
Γεννηματά, εναντίον του οποίου η εφημερίδα του κ. Κόκκα, «Ελευθερία», είχε
αναλάβει μια σταθερά αυξανόμενη εκστρατεία τις τελευταίες εβδομάδες. Ο Κόκκας
επισήμανε ότι το πρόβλημα ξεκίνησε με το σχέδιο «Περικλής», στο οποίο ο
Γεννηματάς είχε βαθιά αναμειχθεί στη στρατιωτική του περιοχή (Κοζάνη). Ο κ.
Κόκκας αναφέρθηκε σε κάποιες από τις πειθαναγκαστικές μεθόδους που
χρησιμοποιούσε ο Γεννηματάς και οι υφιστάμενοί του εναντίον όχι μόνον των κομμουνιστών
και των συνοδοιπόρων τους, αλλά και εναντίον των υποστηρικτών της Ένωσης
Κέντρου στις εκλογές του 1961.
Σύμφωνα με τον Κόκκα, ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν ήταν
υποχρεωμένος να εμπλακεί σε ένα «δίλημμα» για τον Γεννηματά. Τον Απρίλιο του
1964 ο Παπανδρέου θα μπορούσε να έχει επιλογή μεταξύ του Γεννηματά και του
στρατηγού Σιαπκαρά, ενός πιο επιθυμητού στρατιωτικού, ως επικεφαλής του
Στρατού. Δυστυχώς, ο Πρωθυπουργός δεν ήταν αποφασιστικός και παρ΄ όλες τις
προειδοποιήσεις του Κόκκα και άλλων, επέτρεψε στον Βασιλέα να τον επηρεάσει
υπέρ του Γεννηματά. Η «Ελευθερία» ήταν από την αρχή αντίθετη με αυτόν τον
διορισμό.
Σε αυτό το σημείο της συζήτησης, ο κ. Τσουδερός επέπληξε
τους κυρίους Μητσοτάκη και Κόκκα που διεξήγαν μία τόσο έντονη δημοσιογραφική
εκστρατεία εναντίον του Γεννηματά, η οποία, αν συνεχιζόταν, μόνο κακό θα
μπορούσε να κάνει στη χώρα. Και οι δύο, Κόκκας και Μητσοτάκης, συμφώνησαν,
τονίζοντας ότι για αυτόν τον λόγο επιθυμούσαν να λήξει αυτό το θέμα το
συντομότερο δυνατόν.
Προς απάντηση στην ερώτηση γιατί το θέμα αυτό εγείρεται αυτή
τη δεδομένη στιγμή, ο Κόκκας έδωσε αρκετούς λόγους τονίζοντας συγκεκριμένα το
σχέδιο «Περικλής», τον ρόλο του (στρατηγού) Λουκάκη σ΄ αυτή, την υπόθεση
«Ασπίδα» και τις πρόσφατες κατηγορίες για σαμποτάζ στη Μακεδονία.
Ο Κόκκας ανέφερε ότι ο Βασιλεύς δεν εμπιστεύεται τον
Πρωθυπουργό και δεν θα του άρεσε μια αλλαγή στο Γενικό Επιτελείο. Παρ΄ όλα
αυτά, η Ένωση Κέντρου δεν βλέπει μια εναλλακτική λύση για την απόλυση του
Γεννηματά και αυτή η άποψη έχει την ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη. Αφού ανατραπεί ο
Γεννηματάς, η κατάσταση θα ξεκαθαριστεί και δεν θα υπάρξει περαιτέρω πρόβλημα.
Ο Κόκκας είπε πως ήλπιζε ότι ο Βασιλεύς δεν θα ήταν ανυποχώρητος σε αυτό το
θέμα, γιατί δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση για να αντιμετωπίσουν τον Πρωθυπ
ουργό· θα μπορούσε να κάνει κακό μόνο στον θεσμό της
μοναρχίας στην Ελλάδα.
Ανδρέας Παπανδρέου.
Μέλη της ομάδας προχώρησαν στο θέμα Ανδρέας Παπανδρέου
ειρωνευόμενοι το γεγονός ότι κουβαλούσε όπλο για αυτοπροστασία. Ο Κόκκας
χαρακτήρισε τον Ανδρέα ως «κακό για την Ελλάδα» και δήλωσε ότι πρέπει να φύγει
από τη χώρα. Κανένας δεν τον εμπιστεύεται. Όχι μόνο ασκεί κακή επιρροή προς τον
πατέρα του, αλλά επίσης τον χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς. Ο Ανδρέας
δεν ενδιαφέρεται για το κόμμα της Ένωσης Κέντρου· ελπίζει να σχηματίσει το δικό
του κεντροαριστερό κόμμα. Αυτές οι απόψεις, ελέχθη ότι εκφράστηκαν σε έναν
Γερμανό αξιωματούχο με τον οποίο είχε μια κουβέντα ο Ανδρέας κατά τη διάρκεια
της επίσκεψής του στη Γερμανία τον προηγούμενο χειμώνα.
Ο Μητσοτάκης τόνισε επίσης τον καταστρεπτικό ρόλο του Ανδρέα
στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Πρότεινε αστειευόμενος να ανατεθεί στον Ανδρέα
μια πρεσβευτική αποστολή, ίσως στην Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι,
ώστε να φύγει από την Ελλάδα.
Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου.
Ο Μητσοτάκης τόνισε ότι παρ΄ όλη την προχωρημένη ηλικία του,
ο Πρωθυπουργός βλέπει τα πράγματα καθαρά και ενεργεί προσεκτικά. Εν τούτοις
έχει δύο σοβαρά ελαττώματα: (1) είναι ηθικά ελαστικός· γεννήθηκε έτσι και (2)
είναι δειλός, με παντελή έλλειψη θάρρους. Ο Μητσοτάκης υπαινίχθηκε επίσης ότι ο
Παπανδρέου είναι διπρόσωπος και έχει έλλειψη αποφασιστικότητας. Κανένας δεν
μπορεί να τον εμπιστευθεί· άλλα λέει στο Υπουργικό Συμβούλιο και άλλα μάλλον
λέει στον Βασιλέα.
Κύπρος. Υποστηριζόμενος από τον Κόκκα, ο Μητσοτάκης εξέφρασε
τις απόψεις του σχετικά με το θέμα της Κύπρου: έδωσε έμφαση στη σημασία τής
ελληνοτουρκικής συμβιβαστικής λύσης. Μια τέτοια λύση ήταν κοντά το περασμένο
καλοκαίρι, όταν το ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο συμφώνησε ομόφωνα σχετικά με το
Σχέδιο Αcheson. Ωστόσο, ο Ανδρέας πήγε ο ίδιος στον Πρωθυπουργό και
«σαμποτάρισε» την απόφαση, χωρίς ουσιαστικά να δώσει έναν σαφή λόγο. Ο Ανδρέας
συνεργάζεται με τον Μακάριο και τους αριστερούς.
Το Σχέδιο Αcheson είναι η καλύτερη λύση· είναι πολύ καλύτερη
από την παραχώρηση ελληνικού εδάφους, που καμία ελληνική κυβέρνηση θα ήταν
έτοιμη να προτείνει. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την αποδοχή του Μακάριου για τη
λύση τύπου Αcheson, ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε και θα έπρεπε να
επιβληθεί επί του Μακαρίου, με πραξικόπημα, αν χρειαστεί.
Σχόλιο. Αυτή ήταν η δεύτερη επίσκεψή μου στο σπίτι του
Μητσοτάκη μέσα σε μία εβδομάδα. Ήταν ολοφάνερο ότι η κλίκα των Κόκκα- Μητσοτάκη
προσπαθούσε να κάνει σαφή τη θέση της στον «αμερικανικό παράγοντα», ίσως με
έναν υπαινιγμό ότι ο Μητσοτάκης προσέφερε την καλύτερη εναλλακτική λύση για τη
θέση του Πρωθυπουργού Παπανδρέου, η διακυβέρνηση του οποίου οδηγούσε την Ελλάδα
σε οικονομικό και πολιτικό χάος.
Στη συνέχεια, ο Δεληπέτρος μού είπε κατ΄ ιδίαν ότι θεωρούσε
τον Μητσοτάκη ως τον καλύτερο στο Υπουργικό Συμβούλιο. Υπεστήριξε ότι η ομάδα
των Στεφανόπουλου- Μητσοτάκη είναι καλύτερη για τον σχηματισμό μιας νέας
κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου- ο Στεφανόπουλος γιατί είχε πολύ λίγους εχθρούς
και είναι ευρέως αποδεκτός και ο Μητσοτάκης λόγω δυναμικότητας και της γενικής
ικανότητάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου