Πριν από 2 μήνες, 10 Μαρτίου, το περιοδικό Down Town, κυκλοφόρησε με το
εξώφυλλο που φαίνεται στη φωτό. Αν και μεγαλώνει («κλικαροντας» πάνω του) σας λέω
πως είναι κάποιοι διάσημοι και «διάσημοι» Έλληνες, ντυμένοι «σαν πρόφυγες». Και
αναφέρει είμαστε όλοι πρόσφυγες. Αυτό ακριβώς καυτηρίασε η Κλεοπάτρα Παλτάκη σε
άρθρο της την ημέρα της κυκλοφορίας του (10/3) σε άρθρο της με τον ίδιο τίτλο στο
yupiii.gr. Το αναδημοσιεύω μετά από τόσο καιρό γιατί είναι υπέροχο και να της πω
«Ένα μεγάλο μπράβο» τόσο για το κείμενο της όσο και την άμεση αντίδρασή της.
ΜΠΡΑΒΟ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ
ΜΠΡΑΒΟ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ
* * *
Ήταν 7χρονο κοριτσάκι η γιαγιά μου η Ανάστω, όταν μαζί με
την ετοιμόγεννη μάνα της, έφυγαν σαν κυνηγημένες ένα βράδυ του χειμώνα από το
χωριό τους.
Κυνηγημένες από τους Τούρκους, με τα πόδια τους να
βουλιάζουν στο χιόνι και τα δόντια να χτυπούν από το κρύο, έτρεχαν να ξεφύγουν
και να βρουν ένα τρόπο να γλιτώσουν τη ζωή τους και να έρθουν στην Ελλάδα.
Κάπου προς το ξημέρωμα, έσπασαν τα νερά της μάνας. Μπήκαν σ έναν στάβλο και το
7χρονο έντρομο κοριτσάκι ξεγέννησε τη μητέρα της, η οποία αφού τη φίλησε…
έσβησε στα χέρια της.
Ένα 7χρονο κοριτσάκι, άφησε τη νεκρή μάνα του σ' ένα στάβλο
και μ' ένα νεογέννητο στο χέρι, με τον φόβο μέσα στην καρδιά και τον τρόμο να
την παραλύει, φάσκιωσε το μωρό με τη φούστα της νεκρής μάνας, πήρε ότι μπορούσε
και ξεκίνησε να φύγει για να συναντήσει τους άλλους πρόσφυγες. Έτρεχε η μικρή,
έκλαιγε το μωρό γοερά. Έβαλε η μικρή το χεράκι της στο στόμα του για να μην
ακούγεται και την καταλάβουν οι Τούρκοι, μέχρι που το μωράκι σταμάτησε να
κλαίει….
Όσες φορές κι αν άκουσα την ιστορία της γιαγιάς μου, της
Ανάστως, από την ίδια, από τις θείες μου, έκλαιγα. Και η ιστορία είχε συνέχεια.
Πώς ήρθε Ελλάδα, πώς την υιοθέτησαν κάποιοι για να τους βοηθά στα χωράφια, πώς
μετά από χρόνια συνάντησε τυχαία σ' ένα χωριό της Δράμας τον πατέρα της που
νόμιζε ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο, παντρεμένο με τη δική του οικογένεια. Πώς
ξαναέσμιξαν. Ιστορίες προσφυγιάς. Ιστορίες ζωής. Ιστορία της οικογένειάς μου.
Το εξώφυλλο του περιοδικού Down Town με τηλεοπτικά πρόσωπα
σε ρόλο πρόσφυγα εν μέσω Αποκριάς, το κοιτούσα για κάποια λεπτά προσπαθώντας να
καταλάβω τι ακριβώς ήταν. Προσπάθεια ανιματέρ να προκαλέσει αντίδραση από το
κοινό; Αντικατοπτρισμός μιας κοινωνίας που αναζητά τον πάτο, αλλά έχει ακόμη
πολλά χιλιόμετρα πτώσης για να τον ανταμώσει;
Γνωστά πρόσωπα, κάποια από αυτά από τα πλέον αγαπητά,
φόρεσαν το πορτοκαλί σωσίβιο, άλλα έβαλαν μαντήλες και πήραν ύφος πονεμένο για
να φωτογραφηθούν με στόχο να αφυπνίσουν καθώς όλοι είμαστε πρόσφυγες. Θέλω να
πιστεύω ότι οι προθέσεις των ανθρώπων ήταν αγνές. Να βοηθήσουν, να αφυπνίσουν.
Όμως πιστεύει κανείς ότι η κοινωνία, έτσι όπως έχει δομηθεί, έχει ανάγκη από
glossy πρόσωπα με τρανσφόρμερ διάθεση αφύπνισης; Μια μαντήλα στο κεφάλι της
Κατερίνας κι ένα σωσίβιο στο σώμα του Νίκου μπορούν να αφυπνίσουν τα ανθρώπινα
αντανακλαστικά της;
Είμαι βέβαιη ότι και οι προθέσεις των ανθρώπων του
περιοδικού αγνές ήταν. Γιατί δεν υπάρχει πιο έντιμη συνδιαλλαγή απ' αυτή του
περιπτέρου με τον πελάτη. Σου δίνω για να πάρεις και με τη σειρά σου, να μου
δώσεις. Ναι. το κέρδος έχει μια εντιμότητα ως προς την πρόθεση, αλλά όχι ως
προς τις μεθόδους. Γνωστό αυτό και πανάρχαιο. Δίκη προθέσεων δεν θα κάνουμε,
όμως έχουμε δικαίωμα ως αναγνώστες αλλά και ως άνθρωποι που λυγίζουν με το
δράμα των ανθρώπων στην Ειδομένη, με τη Μεσόγειο που έγινε θάλασσα πτωμάτων, με
τη φωτογραφία του 3χρονου Αιλάν, να λέμε «φτάνει». Δεν είναι όλα για τα ράφια
του σούπερ μαρκετ. Δεν είναι concept η προσφυγιά και ο πόνος. Είναι απελπισία,
απόγνωση, είναι θάνατος και σπαραγμός.
Και ίσως τίποτα από τα παραπάνω να μην έχει νόημα, αλήθεια.
Ίσως θα έπρεπε απλά να παραθέσω ένα απόσπασμα από τα λόγια του Ιερεμία Ιωνάθαν
Πήτσαμ από την «Όπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ και απλώς να σκεφτούμε..
Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α.
Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη
λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου.
Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του
Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον
άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος,
δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας
κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με
στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις,
βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη
γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός
μπροστά σου για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της
γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια
ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα,
ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα:
ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε
πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες
κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου