Τους προβληματισμούς που έχει βλέποντας αυτό το «αλλόκοτο Μουντιάλ» αναπολώντας παλιότερα εξέθεσε στην «Δημοκρατία» της Τετάρτης 23 Νοεμβρίου ο Μανώλης Κωττάκης.
• • •
Tο πρώτο Μουντιάλ που θυμάμαι είναι αυτό που διεξήχθη το 1978 στo Μπουένος Αϊρες, επί δικτατορίας Βιντέλα. Αγαπούσαμε τον γκολτζή Μάριο Κέμπες και τις γαλανόλευκες ρίγες στις φανέλες της πρωταθλήτριας Kόσμου Αργεντινής, λατρεύαμε τη φανέλα της Εθνικής Περού με τη διαγώνια κόκκινη λωρίδα, τρελαινόμασταν με τον «αναρχικό» τερματοφύλακα Πιρόγα. Οι καρδιές μας ωστόσο ήταν με τους «οράνιε» του Κρόιφ και του Ρεπ, που έχασαν στον τελικό.
Το επόμενο συγκλονιστικό Μουντιάλ που θυμάμαι ήταν του 1982, στην Ισπανία. Με τη μεγάλη Ιταλία του Πάολο Ρόσι, του Ντίνο Τζοφ και των άλλων αστέρων. Ψυχικώς ήμουν και πάλι με τον χαμένο. Με την εκπληκτική Βραζιλία του Σόκρατες, του Ζίκο και του Φαλκάο, η οποία όμως είχε έναν ανεκδιήγητο τερματοφύλακα, τον Βαλντίρ Περέζ. Το Μουντιάλ όλες αυτές τις δεκαετίες -μοιραία, όταν μεγαλώνεις θυμάσαι τις διοργανώσεις των μαθητικών σου χρόνων- ήταν μια θερινή εορτή για όλο τον κόσμο. Τα παιδιά ξεχυνόμασταν στην αλάνα με το ξερό χώμα και μιμούμασταν τους ήρωες που βλέπαμε στις οθόνες το βράδυ.
Ο ίδιος αγαπούσα πολύ τους τερματοφύλακες – είναι ωραία η αίσθηση της υπεράσπιση της εστίας. Οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στην μπακαλοταβέρνα της γειτονιάς για να πιουν παγωμένη μπίρα Αμστελ με μεζέ άλλοτε παστή ρέγκα, άλλοτε σαγανάκι τυρί, άλλοτε στραπατσάδα και άλλοτε ντομάτα, τυρί, ελιά και ψωμί (αυτό είναι το μενού των φτωχών), να χαζέψουν το τόπι και να ξεχαστούν. Οι κυρίες, τέλος, ήταν ευτυχισμένες γιατί δεν είχαν τους άνδρες στα πόδια τους. Τα Mουντιάλ και τα τότε Κύπελλα Εθνών είναι λοιπόν καταχωρισμένα ανεπιστρεπτί στη μνήμη μας ως χρόνια της αθωότητας. Της αθωότητας όλων μας.
Οι δικοί μου ήρωες ήταν δύο: το δικό μας «Φάντομ», ο Νίκος Σαργκάνης, και ο Αγγλος κορυφαίος πορτιέρο Ρέι Κλέμενς. Μου άρεσε και ο Σίλτον της Νότιγχαμ, αλλά ο Κλέμενς είχε κάτι αρχοντικό, ευγενικό. «Καθάριζε» τις φάσεις χωρίς φιγούρες.
Η μπάλα όμως, αυτή η μεγάλη πλανεύτρα, μας έμαθε μέσα από τις διεθνείς διοργανώσεις τέσσερα ακόμη πράγματα, πέρα από τον ενθουσιασμό και την αθωότητα: – Την αγάπη για το έθνος και το εθνόσημο.
– Την ψυχραιμία μέσα στην αντιξοότητα.
– Το μάνατζμεντ των μικρών και των μεγάλων αποφάσεων.
- Το όριο στην αντιπαλότητα.
Η ζωή μοιάζει πολύ με την μπάλα. Πολλές φορές πρέπει να αποφασίζεις γρήγορα. Η υπερηφάνεια για το εθνόσημο μετά το 0-1 στη Δανία και το 0-1 στην Ολλανδία μάς όρισε. Η ψυχραιμία και η υπομονή, επίσης. Ο φίλος Αντώνης Νικοπολίδης μού εξομολογήθηκε σε συνέντευξη που του έκανα το 2013, μέσα στον αγωνιστικό χώρο του Σταδίου Καραϊσκάκη, ότι νιώθει τη μικρή περιοχή σαν το σπίτι του. Εκεί αισθάνεται μεγάλη ασφάλεια και απέραντη ηρεμία. Οσον αφορά το μάνατζμεντ, τέλος, ο ποδοσφαιριστής καλείται -όπως και ο διαιτητής, αλλά και ο προπονητής- να λάβει δεκάδες μικρές και μεγάλες αποφάσεις μέσα στο γήπεδο σε συνθήκες μεγάλης πίεσης.
Ο Μίμης Δομάζος μού είχε εξομολογηθεί σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι ύστερα από κάθε αγώνα δεν ένιωθε σωματική κόπωση, αλλά ψυχική. Είχε πονοκέφαλο από την ακατάπαυστη σκέψη! Περιττό να σας πω ότι, μετά ταύτα και μετά τη σύντομη εμπειρία μου στην εφηβική ομάδα ποδοσφαίρου της νήσου μου, τους Μυρμιδόνες, δεν αφήνω ποδοσφαιρική βιογραφία που να μη διαβάσω. Του Πελέ. Των προπονητών Αλεξ Φέργκιουσον και Μπράιαν Κλαφ. Του διαιτητή Πάολο Κολίνα. Του Γιώργου Κούδα. Των πάντων όλων.
Δυστυχώς, όμως, η μπάλα στις μέρες μας δεν μας δίνει την ίδια χαρά. Εχει χαλάσει πολύ πριν από το αποτυχημένο Μουντιάλ που ζούμε. Εχει χαλάσει γιατί της αφαιρέσαμε την εθνικότητα και της επιβάλαμε το χρήμα. Πρώτα αφαιρέσαμε, χάριν του θεάματος, την εθνικότητα από τις ομάδες, μετά την αφαιρέσαμε και από τις Εθνικές. Ξαφνικά ο Ολυμπιακός έπρεπε να παίζει σαν ισπανική ομάδα αποτελούμενη από Ιβηρες, Αφρικανούς και άλλους πλανόδιους. Ξαφνικά ο ΠΑΟΚ έπρεπε να παίζει με πορτογαλική μιζέρια.
Αν ο Πειραιάς ήταν κάποτε η ντρίμπλα του Αναστόπουλου και το πέταγμα του Λεμονή, αν η Φιλαδέλφεια ήταν η επινοητικότητα του πρόσφυγα Μίμη Παπαϊωάννου και η δρασκελιά του Αρδίζογλου, αν η Τούμπα ήταν η δύναμη του Μακεδόνα Σαράφη και η εκρηκτικότητα του Πόντιου Τερζανίδη, αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πόλης και κάθε ομάδας -που ήταν και η νοστιμιά του ποδοσφαίρου- τα πετάξαμε στα σκουπίδια χάριν της τελειότητας και της ομοιογένειας. Ημασταν ατελείς και γνήσιοι, αλλά δεν μας αρέσαμε. Θελήσαμε να γίνουμε πλαστοί και τέλειοι, για να κουνήσουμε το σεντόνι και να τα οικονομήσουμε. Ήταν θέμα χρόνου, μετά ταύτα, να οδηγηθούμε σε ένα ποδόσφαιρο χωρίς εθνική και τοπική ταυτότητα. Ποδόσφαιρο στο οποίο δεν καθρεφτίζονται στο τερέν τα προτερήματα και τα ελαττώματα ενός έθνους, ο χαρακτήρας του.
Ακολούθησαν οι Εθνικές ομάδες. Αλλαξαν οι συνθέσεις τους και μπολιάστηκαν με μαύρους μετανάστες. Ακόμη και οι Εθνικές των Βαλκανίων. Αλλαξε έτσι ο τρόπος σκέψης τους. Η Βραζιλία παίζει πλέον σαν τη Γερμανία.
Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, γιατί η ασθένεια προσέβαλε και τις μεγάλες διοργανώσεις. Ηταν θέμα χρόνου. Το ένα, δυστυχώς, έφερε το άλλο. Χάριν του χρήματος, τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν πρόσβαση στη συνδρομητική τηλεοπτική μετάδοση μέσα στο σπίτι τους. Πλέον αυτού, προκειμένου το τόπι να επεκταθεί και σε άλλες αγορές, η διοργάνωση διεξάγεται -αν είναι δυνατόν!- χειμώνα. Και το κορυφαίο που βλέπουμε στο Κατάρ: Πολίτες άσχετων εθνικοτήτων υποδύονται -σε ρόλο «τσιρλίντερ»- φιλάθλους Εθνικών ομάδων ελλείψει επισκεπτών. Η νοθεία! Νοθεία στις ομάδες, νοθεία στις κερκίδες, νοθεία στις τηλεοράσεις, νοθεία στην εποχή του χρόνου διεξαγωγής.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι οι φίλαθλοι αντιδρούν και μποϊκοτάρουν το Μουντιάλ. Αλλά, προσοχή, μη γίνει κάνα λάθος! Οι φίλαθλοι δεν αμφισβητούν το Μουντιάλ απλώς. Αμφισβητούν αυτή τη νέα μορφή καπιταλισμού, που, για να τα οικονομήσουν οι λίγοι, αδιαφορούν για τη χαρά των πολλών και επιμένουν να τους βάζουν να φορέσουν κορσέ δικής τους επιλογής. Προσέξτε λίγο καλύτερα τον κόσμο, παρακαλώ. Αμφισβητούνται οι σταθερές. Οι πολίτες του κόσμου χλευάζουν το Μουντιάλ, πετούν αβγά στους βασιλείς της Αγγλίας, βάφουν με πουρέ πίνακες ζωγραφικής κορυφαίων ζωγράφων.
Το Μουντιάλ, λοιπόν, όπως εξελίσσεται μέχρι σήμερα, δεν είναι απλώς αποτυχία – είναι πλανητικό καμπανάκι. Μήτρα εξελίξεων. Ο τρόπος που σχεδίασαν κάποιοι για να ζούμε τον ελεύθερο χρόνο μας δεν μας αρέσει. Μας λείπει η αθωότητα, μας λείπουν οι ήρωες, μας λείπει η υπερηφάνεια, μας λείπει η ταύτιση, μας λείπει η χαρά. Μας λείπει η νοστιμιά της ζωής. Δεν είναι βιομηχανία τα συναισθήματα για να τα κατασκευάσεις. Όταν λείπουν αυτά, λείπει η έμπνευση και έτσι πυροδοτούνται εξεγέρσεις. Είμαστε, νομίζω, στην αρχή του κύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου