Μια ιστοριούλα του ’46 αναφέρει:σε άρθρο του, υπό τον ίδιο τίτλο,
στην «Καθημερινή» της περασμένης Τρίτης
9 Ιουλίου ο Ηλίας Μαγκλίνης. Μια ιστοριούλα που δείχνει τη ξενασιά των Ελλήνων και στις δύσκολες εποχές
(όπως το καλοκαίρι πριν την έναρξη του εμφυλίου)
* * *
Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία: το έτος είναι 1946 και τόπος το λιμάνι της
Καλαμάτας. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, βρίσκονται στην ιστορική πόλη της Μεσσηνίας τρεις
Αγγλοι. Ο ένας εξ αυτών είναι ο γνωστός μας Πάτρικ Λι Φέρμορ. Ο άλλος
ονομάζεται Ζαν Φίλντινγκ. Το τρίτο μέλος της παρέας είναι γυναίκα: πρόκειται
για τη Τζόαν Ρέινερ, το νέο μεγάλο έρωτα του Φέρμορ, η οποία έμελλε και να
γίνει και η γυναίκα της ζωής του. Ο Φέρμορ είναι τότε τριάντα ενός ετών και τον
συνοδεύει ένα μεγάλο κατόρθωμα: ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η πραγματοποίηση
της απαγωγής ενός Γερμανού στρατηγού από την κατεχόμενη Κρήτη στην Αίγυπτο.Μετά τον πόλεμο, ο Φέρμορ βρίσκει δουλειά στο Βρετανικό Ινστιτούτο της Αθήνας.
Στη Βρετανική Πρεσβεία της Αθήνας εργάζεται και η Τζόαν, ενώ ο Φίλντινγκ, φίλος και συμπολεμιστής του Φέρμορ, αποτελεί μέλος διεθνούς παρατηρητηρίου το οποίο είχε αναλάβει την επίβλεψη της απογραφής των Ελλήνων ψηφοφόρων, καθώς επίσης και των ιστορικών εκλογών του Μαρτίου του ’46. Εχοντας ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις του, ο Φίλντινγκ βρίσκεται πλέον σε παρατεταμένη άδεια. Εχει δανειστεί ένα στρατιωτικό τζιπ και μαζί με τους Φέρμορ και Τζόαν γυρίζουν την Πελοπόννησο.
Οπως αφηγείται η Αρτεμις Κούπερ στην εξαιρετική βιογραφία του Φέρμορ που εκδόθηκε πρόσφατα στην Αγγλία (στα τέλη της χρονιάς θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), ήταν μεσημέρι όταν οι τρεις τους έφτασαν στην Καλαμάτα και αμέσως αναζήτησαν ένα μέρος για φαγητό. Κατέληξαν σε μία ψαροταβέρνα πολύ κοντά στο λιμάνι. Ο ίδιος ο Φέρμορ περιγράφει την κάψα που ανέδυαν το έδαφος και οι πέτρες ολόγυρά τους, κοντά στο σημείο όπου σκάει το κύμα, σαν μία «κατσαρόλα γεμάτη με νερό που βράζει αλλά χωρίς καπάκι».
Χωρίς να πει κανείς τίποτα, σηκώθηκαν και οι τρεις ξαφνικά και, έτσι ντυμένοι όπως ήταν, πήραν το τραπέζι και τις καρέκλες και μπήκαν μέσα στο νερό ώς τη μέση. «Ετσι, βυθισμένοι μέσα στο νερό, καθίσαμε γύρω από το στρωμένο μας τραπεζάκι», θυμάται ο Φέρμορ. Ο Ελληνας σερβιτόρος δεν είχε καμία αντίρρηση να μπει μέσα στο νερό για να τους σερβίρει το ολόφρεσκο ψητό ψάρι, ενώ από τα γειτονικά τραπέζια, ενθουσιασμένοι οι άλλοι (Ελληνες) πελάτες με το θέαμα, άρχισαν να κερνούν κανάτες με ρετσίνα στο τραπέζι των τριών Αγγλων.
Ωραία εικόνα. Σε μια Ελλάδα που έβγαινε από την κατοχή μα βυθιζόταν σιγά σιγά σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, σε ένα μακρινό, ζεστό καλοκαίρι, όχι πολύ διαφορετικό από τα δικά μας καλοκαίρια, ή το φετινό, αυτό που ζούμε τώρα, έστω και για λίγες στιγμές, έσκασαν μερικά χαμόγελα, η δροσιά της ελληνικής θάλασσας νίκησε την κάψα και η ελληνική ρετσίνα, το ελληνικό κέρασμα, έδωσε τη χαριστική βολή σε κάθε άβολο, δυσάρεστο αίσθημα. Η χαρά της ζωής, η εκκεντρικότητα και η απλότητα, μέσα σε μία μονάχα εικόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου