Με ένα καταιγιστικό «αφιέρωμα» αποχαιρέτισε το αμερικανικό περιοδικό Rolling Stone τον Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος απεβίωσε την Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου και θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής των Ηνωμένων Πολιτειών. Το περιοδικό αναφέρεται στην πορεία του, στις ιδέες του και στο γεγονός ότι διαμόρφωσε την αμερικανική ιστορία, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ανατολή. Το άρθρο υπογράφει ο δημοσιογράφος Spencer Ackerman, ο οποίος τον χαρακτηρίζει τον μεγαλύτερο εγκληματία πολέμου της Αμερικής.
Ακολουθεί το άρθρο του Rolling Stone που υπογράφει ο Spencer Ackerman (φωτο). Ο Σπένσερ Άκερμαν, 43 ετών, είναι Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αρθρογραφεί κυρίως για θέματα εθνικής ασφάλειας. Ξεκίνησε την καριέρα του στο The New Republic το 2002 πριν αρθρογραφήσει για λογαριασμό των Wired, The Guardian και The Daily Beast.
Κέρδισε το 2012 το National Magazine Award για το ρεπορτάζ του σχετικά με μεροληπτικό εκπαιδευτικό υλικό του FBI και μοιράστηκε με άλλον δημοσιογράφο το βραβείο Πούλιτζερ, το 2014, για την κάλυψη του θέματος των παγκόσμιων παρακολουθήσεων του 2013. Το βιβλίο του «Reign of Terror: How the 9/11 Era Destabilized America and Produced Trump» ανακηρύχθηκε ως το καλύτερο μη μυθοπλαστικό βιβλίο του 2021 από τους New York Times, την Washington Post και το Foreign Policy.
• • •
Ο Χένρι Κίσινγκερ πέθανε την Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου, στο σπίτι του στο Κονέκτικατ, όπως ανακοίνωσε η συμβουλευτική του εταιρεία. Ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου ήταν 100 ετών.
Προσμετρώντας καθαρά και μόνο τις επιβεβαιωμένες δολοφονίες, ο πιο επικίνδυνος μαζικός δολοφόνος που εκτελέστηκε ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο Timothy McVeigh, ένας τρομοκράτης που πίστευε στη λευκή υπεροχή. Στις 19 Απριλίου 1995, ο McVeigh πυροδότησε μια τεράστια βόμβα στο ομοσπονδιακό κτήριο Murrah, στην Οκλαχόμα Σίτι, σκοτώνοντας 168 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 19 παιδιών. Η κυβέρνηση καταδίκασε τον McVeigh σε θανατική ποινή, η οποία εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 2001, με τη χρήση ένεσης. Όποιον δισταγμό και αν προκαλεί μια κρατική εκτέλεση, ακόμη και για έναν άνθρωπο όπως ο McVeigh, ο θάνατός του προσέφερε στη μητέρα ενός εκ των θυμάτων του έναν «επίλογο». «Είναι μια τελεία στο τέλος μιας πρότασης», δήλωσε η Kathleen Treanor, της οποίας το τετράχρονο παιδί σκότωσε ο McVeigh.
Ο McVeigh, ο οποίος με τον δικό του ψυχωτικό τρόπο πίστευε ότι έσωζε την Αμερική, δεν σκότωσε ποτέ -ούτε κατά διάνοια- στην κλίμακα που σκότωσε ο Κίσινγκερ, ο πιο σεβαστός Αμερικανός στρατηγός του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Γέιλ, Greg Grandin, συγγραφέας της βιογραφίας «Η σκιά του Κίσινγκερ», εκτιμά ότι η δράση του Κίσινγκερ από το 1969 έως το 1976, μια περίοδος οχτώ σύντομων ετών κατά την οποία ο Κίσινγκερ διαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Ρίτσαρντ Νίξον και στη συνέχεια της κυβέρνησης του Τζέραλντ Φορντ, ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και υπουργός Εξωτερικών, οδήγησε στον θάνατο τριών έως τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στην εκτίμησή του συμπεριλαμβάνει τα «εγκλήματα κατ’ εντολή», όπως στην Καμπότζη και τη Χιλή, αλλά και τις παραλείψεις που οδήγησαν σε θάνατο, όπως το γεγονός ότι έδωσε το «πράσινο φως» για την αιματοχυσία της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ, την αιματοχυσία του Πακιστάν στο Μπαγκλαντές και την καθιέρωση της αμερικανικής παράδοσης της εκμετάλλευσης και στη συνέχεια της εγκατάλειψης των Κούρδων.
«Οι Κουβανοί λένε ότι δεν υπάρχει κακό που να διαρκεί 100 χρόνια, αλλά ο Κίσινγκερ προσπαθεί να αποδείξει ότι κάνουν λάθος», είχε δηλώσει ο Grandin στο Rolling Stone λίγο πριν πεθάνει ο Κίσινγκερ. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα χαιρετιστεί ως ένας μεγάλος γεωπολιτικός στρατηγός, παρόλο που επιδείνωσε τις περισσότερες κρίσεις, οδηγώντας σε κλιμάκωση. Θα λάβει τα εύσημα για το “άνοιγμα” της Κίνας, αλλά αυτό ήταν ιδέα και πρωτοβουλία του Ντε Γκωλ. Θα τον επαινέσουν για την εκτόνωση, η οποία ήταν επιτυχής, αλλά υπονόμευσε την κληρονομιά του, καθώς ευθυγραμμίστηκε με τους νεοσυντηρητικούς. Και φυσικά, θα τη γλιτώσει από το Watergate, παρόλο που η εμμονή του με τον Ντάνιελ Έλσμπεργκ οδήγησε πραγματικά στο έγκλημα».
Κανείς δεν θα κακολογήσει τον Κίσινγκερ μια μέρα σαν τη σημερινή. Αντιθέτως, σε μια επίδειξη του γιατί μπόρεσε να σκοτώσει τόσους πολλούς ανθρώπους και να μην λογοδοτήσει, η ημέρα της αποχώρησής του είναι μια πένθιμη μέρα για το Κογκρέσο και είναι ντροπή, καθώς ο Κίσινγκερ είχε βάλει να παρακολουθούν δημοσιογράφους, όπως ο Μάρβιν Καλμπ του CBS και ο Χέντρικ Σμιθ των New York Times, μέσα στον χώρο εργασίας τους. Ο Κίσινγκερ, πρόσφυγας λόγω των Ναζί, που έγινε καθαρόαιμο μέλος του «ανατολικού κατεστημένου» που μισούσε ο Νίξον, ήταν ένας «επαγγελματίας» του αμερικανικού μεγαλείου, και έτσι ο Τύπος τον απεικονίζει ως την ψυχρή ιδιοφυΐα που αποκατέστησε το κύρος της Αμερικής, έπειτα από την κρίση του Βιετνάμ.
Ούτε μια φορά, μέσα στον μισό αιώνα που ακολούθησε την αποχώρησή του Κίσινγκερ από την εξουσία, δεν επηρέασαν τη φήμη του τα εκατομμύρια που σκότωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά μόνο για να επιβεβαιώσουν μια αδίστακτη συμπεριφορά από μέρους του, που οι ειδήμονες βρίσκουν ενίοτε… γοητευτική. Η Αμερική, όπως και κάθε αυτοκρατορία, υπερασπίζεται τους κρατικούς δολοφόνους της. Ο δημοσιογράφος Spencer Ackerman, του αμερικανικού περιοδικού «Rolling Stone», αναφέρει σε δημοσίευμά του ότι: «Η μόνη φορά που βρέθηκα ποτέ στο ίδιο δωμάτιο με τον Χένρι Κίσινγκερ ήταν σε ένα συνέδριο εθνικής ασφάλειας στο West Point το 2015. Ήταν περιτριγυρισμένος από γλείφτες αξιωματικούς του στρατού και πρώην αξιωματικούς που απολάμβαναν την παρουσία ενός κυβερνητικού».
Ο Seymour Hersh, ο ερευνητής δημοσιογράφος που αποτέλεσε την πιο εξέχουσα εξαίρεση στην κολακευτική κάλυψη για το πρόσωπο του Κίσινγκερ, είδε τη δημοσιογραφική ευλάβεια να παίρνει σάρκα και οστά μόλις ο Κίσινγκερ μπήκε στον Λευκό Οίκο το 1969. «Η παρουσία του μπορούσε να ορίσει την επιτυχία ενός πάρτι στην Ουάσινγκτον», έγραψε ο Hersh στη βιογραφία του «The Price of Power» («Το τίμημα της εξουσίας»). Δημοσιογράφοι, όπως ο James Reston των Times, συμμετείχαν πρόθυμα σε αυτό που ο Hersh αποκάλεσε «ένα σιωπηρό σύστημα εκβιασμού» – δηλαδή, δημοσιογραφία της πρόσβασης – «στο οποίο οι δημοσιογράφοι που εξασφάλιζαν εμπιστευτικές πληροφορίες προστάτευαν με τη σειρά τους τον Κίσινγκερ, μη αποκαλύπτοντας ούτε τις πλήρεις συνέπειες των πράξεών του, ούτε τη δική του σχέση με αυτές». Η προσέγγιση του Κίσινγκερ προς τον Τύπο ήταν η ίδια προσέγγισή που εφάρμοζε και με τον Νίξον: αυτή της μίζερης υποταγής. (Αν και ο Κίσινγκερ μπορούσε να ξεσπάσει στους δημοσιογράφους, αλλά όχι στο αφεντικό του). Ο Hersh θυμάται τον H.R. Haldeman, προσωπάρχη του Νίξον, να αναφέρει ότι ο Κίσινγκερ ήταν το «γεράκι των γερακιών» μέσα στον Λευκό Οίκο, αλλά «όταν τσούγκριζε ποτήρια σε πάρτι με φιλελεύθερους φίλους του, ο πολεμοχαρής Κίσινγκερ ξαφνικά μετατρεπόταν σε περιστερά».
Σε μια κριτική της για ένα από τα βιβλία του Κίσινγκερ, η Χίλαρι Κλίντον το 2014 δήλωσε ότι ο Κίσινγκερ, «ένας φίλος», στις συμβουλές του οποίου βασίστηκε ως υπουργός Εξωτερικών, είχε «μια πεποίθηση που μοιραζόμαστε με τον πρόεδρο Ομπάμα: πίστευε στην αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης αμερικανικής ηγεσίας, στο όνομα μιας δίκαιης και φιλελεύθερης τάξης». Λίγες μέρες αργότερα, ο Κίσινγκερ δήλωσε στην εφημερίδα USA Today, ότι η Κλίντον, η οποία θεωρούνταν τότε ως η εν αναμονή πρόεδρος των ΗΠΑ, «διοικούσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που έχω δει ποτέ». Το ίδιο ρεπορτάζ περιείχε μια φωτογραφία υπογεγραμμένη από τον Ομπάμα, όπου ευχαριστούσε τον Κίσινγκερ για τη «συνεχιζόμενη καθοδήγησή του».
Είναι πάντα χρήσιμο να ακούς τους ευλαβικούς τόνους με τους οποίους η αμερικανική ελίτ μιλά για τα τέρατά της. Όταν οι Κίσινγκερ αυτού του κόσμου φεύγουν, η ανθρωπιά τους, ο σκοπός τους, οι θυσίες τους είναι το μόνο πράγμα στο μυαλό των αξιοσέβαστων. Η αμερικανική ελίτ εξέφρασε τον αποτροπιασμό της όταν οι Ιρανοί βγήκαν μαζικά στους δρόμους για να τιμήσουν ένα από τα δικά τους τέρατα, τον Qassem Soleimani, έπειτα από το αμερικανικό χτύπημα – με μη επανδρωμένο αεροσκάφος – που έβαλε τέλος στη ζωή του επικεφαλής της εξωτερικής ασφάλειας του Ιράν τον Ιανουάριο του 2020. Ο Σουλεϊμανί, τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τρομοκράτη και τον σκότωσαν για αυτόν τον λόγο, είχε δολοφονήσει περισσότερους ανθρώπους από τον Τίμοθι Μακβέι. Αλλά, ακόμη και αν τον θεωρήσουμε υπόλογο για όλους τους θανάτους στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ο Σουλεϊμανί δεν θα μπορούσε ποτέ να σκοτώσει τόσους ανθρώπους όσους ο Χένρι Κίσινγκερ. Επίσης, ο Σουλεϊμανί δεν κατάφερε ποτέ να βγει με την Τζιλ Σεντ Τζον, η οποία υποδύθηκε το κορίτσι του Μποντ, την Τίφανι Κέις, στο «Τα διαμάντια είναι για πάντα».
Η άνοδος του Κίσινγκερ στην εξουσία έγινε μέσω μιας αισχρότητας που ο χρόνος δεν μπορεί να διαγράψει
Το 1968, ο Λίντον Τζόνσον συμφώνησε σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Βορειοβιετναμέζους, αναγνωρίζοντας σιωπηρά τον εφιάλτη που ο ίδιος, βασιζόμενος στα έργα των δύο άμεσων προκατόχων του, δημιούργησε στο Βιετνάμ. Ο Κίσινγκερ, ένας διανοούμενος της άμυνας του Ψυχρού Πολέμου στο Χάρβαρντ, είχε επαφή με τα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες του Παρισιού. Αυτή την επαφή τη χρησιμοποίησε για να τροφοδοτήσει με πληροφορίες από τις διαπραγματεύσεις την προεδρική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον – μια εκστρατεία της οποίας τον ηττημένο αντίπαλο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Νέλσον Ροκφέλερ, συμβούλευε ο ίδιος ο Κίσινγκερ.
Ο Νίξον έθεσε υποψηφιότητα για πρόεδρος ισχυριζόμενος ότι είχε ένα μυστικό σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου. Οι σύμβουλοί του είπαν στον Hersh ότι φοβόντουσαν βαθιά ότι ο Τζόνσον και το Ανόι θα κατέληγαν σε συμφωνία πριν από τις εκλογές. Αυτό θα έσωζε ζωές στο Βιετνάμ, αμερικανικές και βιετναμέζικες, αλλά θα υπονόμευε τις ελπίδες του Νίξον να εκμεταλλευτεί την έκρηξη του εγχώριου αντιπολεμικού συναισθήματος. Ο Νίξον δέχτηκε με ευγνωμοσύνη ό,τι του προσέφερε ο Κίσινγκερ, ώστε να καταστήσει πιο αδιάλλακτο το καθεστώς του πληρεξουσίου των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, το καθεστώς το οποίο η ειρήνη θα αποσταθεροποιούσε. Καμία συμφωνία δεν επιτεύχθηκε μέχρι το 1973, και ο πόλεμος έληξε με μια ταπεινωτική ήττα για την Αμερική το 1975.
«Χρειαζόταν πολύ θάρρος για να μας δώσει αυτές τις συμβουλές», ανέφερε αργότερα στον Hersh ο Richard Allen, ερευνητής εξωτερικής πολιτικής στην εκστρατεία του Νίξον. Εξάλλου, ήταν «αρκετά επικίνδυνο για τον [Κίσινγκερ] να παίζει με την εθνική ασφάλεια».
Κάθε άνθρωπος που πέθανε στο Βιετνάμ μεταξύ του φθινοπώρου του 1968 και της πτώσης της Σαϊγκόν – και όλοι όσοι πέθαναν στο Λάος και την Καμπότζη, όπου ο Νίξον και ο Κίσινγκερ επέκτειναν μυστικά τον πόλεμο μέσα σε λίγους μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων τους, καθώς και όλοι όσοι πέθαναν σε επακόλουθα γεγονότα, όπως η γενοκτονία της Καμπότζης που προκάλεσε η αποσταθεροποίηση της από τις ΗΠΑ – πέθαναν εξαιτίας του Χένρι Κίσινγκερ. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, το ερώτημα στο οποίο επιμένουν οι απολογητές του Κίσινγκερ και όσοι στην ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ φαντάζονται ότι στέκονται στη θέση του Κίσινγκερ, όταν εξηγούν τα εγκλήματά του. Μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο τι πραγματικά συνέβη. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν ότι ο Κίσινγκερ σαμποτάρισε ουσιαστικά τη μοναδική ευκαιρία για τον τερματισμό του πολέμου το 1968, ώστε να εξασφαλίσει μια θέση εξουσίας στην κυβέρνηση του Νίξον ή του Χάμφρεϊ. Πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ γνωστός ο πραγματικός απολογισμός όλων όσων πέθαναν για να γίνει ο Κίσινγκερ σύμβουλος εθνικής ασφάλειας.
Με την άφιξή τους στον Λευκό Οίκο, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ δεν είχαν κανένα μέσο για την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας με το Ανόι. Με την ελπίδα ότι θα «δημιουργήσουν» μια τέτοια συμφωνία, σκέφτηκαν τη «θεωρία του τρελού», δηλαδή την ιδέα ότι το Βόρειο Βιετνάμ θα διαπραγματευόταν αν πίστευε ότι ο Νίξον ήταν αρκετά τολμηρός και αιμοδιψής ώστε να ρισκάρει τα πάντα. Τον Φεβρουάριο του 1969, λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, και με διάρκεια μέχρι τον Απρίλιο του 1970, αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη έριξαν απροειδοποίητα 110.000 τόνους βομβών στην Καμπότζη. Μέχρι το καλοκαίρι του 1969, σύμφωνα με έναν συνταγματάρχη του Μεικτού Επιτελείου, ο Κίσινγκερ – ο οποίος δεν είχε συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο στη στρατιωτική ιεραρχία – επέλεγε προσωπικά τους στόχους των βομβαρδισμών. «Ο Χένρι όχι μόνο εξέταζε προσεκτικά τις επιδρομές, αλλά διάβαζε και τις ακατέργαστες πληροφορίες», δήλωσε ο συνταγματάρχης Ray B. Sitton στον Hersh για το The Price of Power. Μια δεύτερη φάση βομβαρδισμών ακολούθησε και διήρκησε μέχρι τον Αύγουστο του 1973, πέντε μήνες δηλαδή μετά την αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων μάχης από το Βιετνάμ. Μέχρι τότε, οι αμερικανικές βόμβες είχαν σκοτώσει περίπου 100.000 ανθρώπους σε έναν πληθυσμό μόλις 700.000. Η τελική φάση των βομβαρδισμών, η οποία έλαβε χώρα μετά την ειρηνευτική συμφωνία των Παρισίων, που επέβαλε την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, ήταν η πιο έντονη, μια πράξη σκληρής εκδίκησης από μια λαβωμένη υπερδύναμη.
Η Καμπότζη, όπως και το Λάος πριν από αυτήν, ήταν μια ουδέτερη χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι ο βομβαρδισμός της ισούταν με παράνομη επίθεση, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Αλλά, σε μια κίνηση που ο πρίγκιπας Σιχανούκ δεν μπορούσε να ελέγξει, οι Βορειοβιετναμέζοι χρησιμοποίησαν το έδαφος της Καμπότζης για να δημιουργήσουν το μονοπάτι Χο Τσι Μινχ, έναν διάδρομο μεταφοράς όπλων που δεν διαφέρει και πολύ από αυτόν που υφίσταται σήμερα, μεταξύ Αμερικής και Ουκρανίας. Τον Απρίλιο του 1970, μετά από το πραξικόπημα του συνταγματάρχη Lon Nol που ανέτρεψε τον Σιχανούκ, ο Νίξον διέταξε τα αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ να εισβάλουν στην Καμπότζη. Από αέρος και από εδάφους, οι Αμερικανοί και πάλι δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν το μονοπάτι, όμως σκότωσαν πολλούς ανθρώπους. Όσοι επέζησαν, αντέδρασαν. «Μερικές φορές οι βόμβες έπεφταν και χτυπούσαν τα μικρά παιδιά, και τότε οι πατεράδες τους τάσσονταν όλοι με τους Ερυθρούς Χμερ», είπε ένα πρώην στέλεχος των Ερυθρών Χμερ στον ιστορικό Ben Kiernan, ιδρυτή του Προγράμματος Σπουδών Γενοκτονίας του Πανεπιστημίου Yale.
Η αποτυχία του Νίξον και του Κίσινγκερ στην Καμπότζη προκάλεσε το 1971 την αμερικανο-νοτιοβιετναμέζικη εισβολή στο Λάος. Άλλη μια αποτυχία. Ο Κίσινγκερ αργότερα κατηγόρησε για την ήττα τους συνεργάτες των ΗΠΑ και όχι, ας πούμε, ανθρώπους σημαντικούς, όπως ήταν ο ίδιος. «Εκ των υστέρων, αμφιβάλλω για το αν οι Νοτιοβιετναμέζοι κατάλαβαν ποτέ πραγματικά τι προσπαθούσαμε να πετύχουμε», έγραψε ο Κίσινγκερ στα απομνημονεύματά του.
Εκείνη την εποχή, ο μυστικός βομβαρδισμός της Καμπότζης ήταν ένα φρικτό αδίκημα που προκάλεσε σημαντικές πολιτικές αντιδράσεις όταν έγινε γνωστό. Ένα από τα άρθρα μομφής κατά του Νίξον, που σύνταξε η δικαστική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1974, υποστήριζε ότι ο βομβαρδισμός της Καμπότζης αποτελούσε συνταγματικό σφετερισμό των πολεμικών εξουσιών του Κογκρέσου. Αλλά στις 30 Ιουλίου, η επιτροπή εν τέλει απέρριψε το άρθρο, με 26 ψήφους έναντι 12 και δεν έγινε ποτέ μέρος της συσπειρωμένης προσπάθειας μομφής, η οποία έληξε με την παραίτηση του Νίξον.
Σαράντα χρόνια αργότερα, και πιθανότατα ως συνέπεια, οι πρόεδροι των ΗΠΑ βομβαρδίζουν συστηματικά χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε πόλεμο. Παρέχουν τυπικές ανακοινώσεις ότι έπεσαν βόμβες, και συχνά δεν κάνουν ούτε αυτό. Όταν οι πόλεμοι που κηρύσσουν οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι αρχιτέκτονες και οι διαχειριστές τους κατηγορούν τους στρατούς και τις κυβερνήσεις των συμμάχων που στήριξαν. Καλύπτουν τις αποσύρσεις των στρατευμάτων τους με μάταιες εκστρατείες βομβαρδισμού που σκοτώνουν ανθρώπους, ώστε οι Αμερικανοί πολιτικοί να μπορούν να παρουσιάσουν αποτελέσματα. Είτε το έκανε συνειδητά, είτε όχι, όταν ο πρόεδρος Μπάιντεν τον Ιούλιο του 2021 κατηγόρησε τους Αφγανούς ότι έχασαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, λέγοντας ότι «ο αφγανικός στρατός κατέρρευσε, μερικές φορές δεν προσπάθησε καν να πολεμήσει», χρησιμοποίησε μια χαρακτηριστική ατάκα, θυμίζοντας κάτι από Νίξον και Κίσινγκερ.
Ο Κίσινγκερ έπαιξε ρόλο στους θανάτους τόσων πολλών διαφορετικών ανθρώπων
Αν αντιμετωπίζαμε κάθε έναν από αυτούς με τη δέουσα προσοχή, τότε θα χρειαζόταν να γράψουμε ένα βιβλίο. Ας αναφερθούμε σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του είδους της σφαγής που ο Κίσινγκερ προκάλεσε έμμεσα και όχι άμεσα, με μια διαταγή. Το 1971, η πακιστανική κυβέρνηση διεξήγαγε μια εκστρατεία γενοκτονίας για να καταστείλει το κίνημα ανεξαρτησίας στο μελλοντικό Μπαγκλαντές. Ο Yahya Khan του Πακιστάν, αρχιτέκτονας της γενοκτονίας, ήταν χρήσιμος για τις φιλοδοξίες του Νίξον, που ήθελε να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Έτσι, οι ΗΠΑ άφησαν τις δυνάμεις του Χαν να βιάσουν και να δολοφονήσουν τουλάχιστον 300.000 ανθρώπους, που για κάποιους υπολογίζονται και στα τρία εκατομμύρια. «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε έναν φίλο μας και φίλο της Κίνας να χάσει σε μια σύγκρουση με έναν φίλο της Ινδίας», είχε δηλώσει τότε ο Νίξον, με τον Κίσινγκερ να σηκώνει τους ώμους.
Αυτή η προοπτική ήταν χαρακτηριστική του Κίσινγκερ. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια γεωπολιτική ισορροπία μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων. Ο σκοπός της κρατικής τεχνικής του Ψυχρού Πολέμου ήταν να μεγιστοποιηθεί η αμερικανική ελευθερία δράσης για να επιβληθεί η βούληση της Ουάσιγκτον στον κόσμο – ένας αγώνας μηδενικού αθροίσματος που σήμαινε τον περιορισμό της δυνατότητας της Σοβιετικής Ένωσης να επιβάλει τη βούληση της Μόσχας – χωρίς την αποσταθεροποίηση ή τον απόλυτο Αρμαγεδδώνα που θα προέκυπτε από την επιδίωξη της απόλυτης εξόντωσης των Σοβιετικών. Αυτό μάλιστα εξηγεί μεγάλο μέρος της δεξιάς εχθρότητας προς τον Κίσινγκερ. Ο Κίσινγκερ εκπροσωπούσε τον αντικομμουνισμό, χωρίς ιδεολογικό ζήλο. Ήταν ένας ενεργητικός, ακόμη και αδυσώπητος επαγγελματίας του Ψυχρού Πολέμου, του θεάτρου της αντικομμουνιστικής σύγκρουσης. Αλλά όπως και ο Τζορτζ Κένναν πριν από αυτόν, ο Κίσινγκερ πίστευε ότι η θεώρηση του Ψυχρού Πολέμου, με ιδεολογικούς όρους, δεν είχε νόημα. Το νόημα ήταν ένα για εκείνον: η αμερικανική γεωπολιτική κυριαρχία, κάτι που μετριέται με ατιμωρησία και επιτυγχάνεται με κάθε αναγκαίο μέσο. Αυτό επέτρεψε στον Νίξον και τον Κίσινγκερ να «ανοιχτούν» εκ νέου προς την Κίνα, κάτι που ο Νίξον θα είχε απαγορεύσει σε οποιονδήποτε άλλον.
Το άνοιγμα προς την Κίνα ήταν μακράν το μεγαλύτερο επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής του Νίξον. Ήταν μια σπάνια γεωπολιτική πρωτοβουλία, στην οποία ο Κίσινγκερ ήταν απλός διαμεσολαβητής. Ο Sy Hersh, στο «The Price of Power», αποκαλεί τον Νίξον τον «μεγάλο οραματιστή» της επαναπροσέγγισης του Πεκίνου, με τον Κίσινγκερ να θεωρείται ο «περιστασιακός πράκτορας» του Νίξον. Το δραματικό, μυστικό ταξίδι του Κίσινγκερ στο Πεκίνο τον Ιούλιο του 1971, πριν από την επίσκεψη του Νίξον, πιθανώς καθιστά αυτή την περιγραφή φειδωλή. Αλλά, ο Hersh γράφει πως, «δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Κίσινγκερ εξέταζε σοβαρά το ζήτημα μιας αμερικανοκινεζικής προσέγγισης πριν από τον διορισμό του ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Νίξον». Μόλις η απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία, ο Κίσινγκερ έγινε εν μία νυκτί διασημότητα, το είδος του προσώπου που θα περιβάλλεται για πάντα από μύθους και απολογίες.
Ο Κίσινγκερ μπορεί να μην είχε ως κίνητρο το μίσος για τον κομμουνισμό. Αλλά, ήταν ένας αντιδραστικός που επέτρεψε τη δημιουργία μια ομάδας για την οποία ο αντικομμουνισμός ήταν ένας αξιοσέβαστος δίαυλος για τις ρατσιστικές και εκμεταλλευτικές κοινωνικοοικονομικές παραδόσεις της Αμερικής. Ο επικεφαλής βοηθός του στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ήταν ένας φανατικός αντικομμουνιστής μιλιταριστής, ο συνταγματάρχης Alexander Haig, μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών του Ronald Reagan. Όταν ο Κίσινγκερ δέχθηκε επιθέσεις από νεοσυντηρητικούς και άλλους Δεξιούς που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την εκτόνωση με τους Σοβιετικούς και τη συμφιλίωση με τους Κινέζους, ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και εκείνοι αναγνώρισαν ότι και οι δύο καθοδηγούνταν από τις δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου, που ο Κίσινγκερ υποδαύλιζε όταν τον βόλευε.
Ο πιο σημαντικός από όλους τους αντιδραστικούς ήταν ο Νίξον, χωρίς τον οποίο ο Κίσινγκερ δεν θα είχε εξουσία και από τον οποίο ο Κίσινγκερ θα άντεχε κάθε προσβολή.
Ο Νίξον ήταν ένας από τους πρώτους δημαγωγούς του Ψυχρού Πολέμου, τους άνδρες που δεν δίστασαν ποτέ να ταυτίσουν τον κομμουνισμό με τους μαύρους και τους φιλελεύθερους του «Ανατολικού Καθεστώτος» που εμφανίζονταν ως συμμάχους. Η κλιμάκωσή στο Βιετνάμ, μαζί με τους μυστικούς βομβαρδισμούς στην Καμπότζη που αποκάλυψε με τηλεοπτικό διάγγελμα, προκάλεσαν την αναζωπύρωση του αντιπολεμικού κινήματος. Ο Νίξον εκμεταλλεύτηκε τις μαζικές διαμαρτυρίες, αντιπαραβάλλοντάς τες με τη «σιωπηλή πλειοψηφία» των πιστών Αμερικανών. Αντί να τερματίσει τον πόλεμο, όπως είχε προεκλογικά επιδιώξει να κάνει, και να φιμώσει ή να συνεργαστεί με το αντιπολεμικό κίνημα στην πορεία, ο Νίξον δημιούργησε έναν πολιτιστικό πόλεμο για να αποσπάσει την προσοχή από την πραγματική διαμάχη. Ήταν μια απομίμηση της διαβόητης «Στρατηγικής του Νότου», με την οποία επιδίωκε να εξασφαλίσει για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τα εκλογικά οφέλη της αντίδρασης των λευκών ενάντια στο κίνημα που μαχόταν για τα πολιτικά δικαιώματα.
Ο Νίξον δεν ήταν διακριτικός ως προς τον ποιον εννοούσε με τον όρο «Ανατολικό Καθεστώς». Όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάλυπταν τη σφαγή των ΗΠΑ στο My Lai, ο Νίξον ανταποκρίθηκε, λέγοντας: «Είναι αυτοί οι βρώμικοι σάπιοι Εβραίοι από τη Νέα Υόρκη που κρύβονται πίσω από αυτό». Ο σύμβουλος του Νίξον στον Λευκό Οίκο, Τζον Έρλιχμαν, θυμάται ότι ο Νίξον μιλούσε για «Εβραίους προδότες» μπροστά στον Κίσινγκερ, συμπεριλαμβανομένων των «Εβραίων του Χάρβαρντ». Ο Κίσινγκερ διαβεβαίωνε το αφεντικό του ότι ήταν ένας από τους καλούς. «Λοιπόν, κύριε Πρόεδρε», ανέφερε ο Erlichman ότι του απαντούσε, «υπάρχουν Εβραίοι και Εβραίοι».
Ο Κίσινγκερ διατήρησε το κύρος του εν μέρει κατακεραυνώνοντας το ανατολικό κατεστημένο, από το οποίο αναδύθηκε. Δεν ήταν εντελώς κυνικός. Ο Κίσινγκερ ταυτιζόταν με τον Νίξον στην περιφρόνησή του για την «ηττοπάθεια» και την «απαισιοδοξία» εκείνων που δειλιάσαν μπροστά στον πόλεμο του Βιετνάμ, τον οποίο κάποτε υποστήριζαν. Εξορθολόγησε τις εκκαθαρίσεις του στη γραφειοκρατία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και την περιθωριοποίηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ – μέτρα που τον έκαναν απαραίτητο στην εξωτερική πολιτική και στον Νίξον – ως προστασία της αμερικανικής ισχύος από εκείνους που δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να την ασκήσουν. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι μεταξύ εκείνων που χαράζουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, η οπτική του Κίσινγκερ δεν θεωρείται ιδεολογική.
Η εδραίωση του γραφειοκρατικού ελέγχου από τον Κίσινγκερ ήταν τιμωρητική και παρανοϊκή. Χρησιμοποίησε τον φόβο των εσωτερικών διαρροών για να βάλει το FBI να παρακολουθεί το προσωπικό του και τους δημοσιογράφους που υποπτευόταν ότι υπέκλεπταν πληροφορίες. Ωστόσο, οι ανατολικοί καθεστωτικοί γύρω από τον Κίσινγκερ, στο προσωπικό του ή στον Τύπο, τον ακολουθούσαν σαν πιστός σκύλος. Ο ψυχρός αμερικανικός εξαιρετισμός του ήταν ο τέλειος τόνος για να μιλήσει σε μια κλονισμένη άρχουσα τάξη. Ο Άντονι Λέικ, ο οποίος θα γινόταν στη συνέχεια σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπιλ Κλίντον, παραιτήθηκε τελικά τον Μάιο του 1970, μαζί με τον συνάδελφό του Ρότζερ Μόρις. Τα σημεία ρήξης τους ήταν η κλιμάκωση στο Βιετνάμ, ο αλκοολισμός του Νίξον και οι κρυφές υποκλοπές του Λευκού Οίκου που επιδίωξε και ο Νίξον για να επιβάλει τη στάση του. Όμως ο Λέικ και ο Μόρις επέλεξαν να μην το δημοσιοποιήσουν. «Θεωρώ ότι η αποτυχία να το κάνω αυτό είναι η μεγαλύτερη αποτυχία της ζωής μου», δήλωσε ο Morris στον Hersh για το «The Price of Power». «Δεν το κάναμε με τον μοναδικό υπολογισμό ότι αυτό θα κατέστρεφε τον Χένρι». Εβδομάδες αργότερα, ο Κίσινγκερ, μέσω του Χέιγκ, έβαλε το FBI να παρακολουθήσει τον Λέικ.
Στη Νοτιοανατολική Ασία ο Κίσινγκερ έφερε την καταστροφή
Το πραξικόπημα
ήταν μόνο η αρχή. Μέσα σε δύο χρόνια, το καθεστώς του Πινοσέτ κάλεσε τον Μίλτον
Φρίντμαν, τον Άρνολντ Χάρμπεργκερ και άλλους οικονομολόγους από το Πανεπιστήμιο
του Σικάγο να τους συμβουλεύσουν. Η Χιλή πρωτοστάτησε στην εφαρμογή της
ατζέντας τους: αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα της κυβέρνησης, ανελέητες
επιθέσεις στην οργανωμένη εργασία, ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών
στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης και των δημόσιων
συντάξεων, απολύσεις κρατικών υπαλλήλων, κατάργηση των μισθών και των ελέγχων
των τιμών και απορρύθμιση των κεφαλαιαγορών. «Στις πολυεθνικές εταιρείες όχι
μόνο παραχωρήθηκε το δικαίωμα να επαναπατρίσουν το 100% των κερδών τους, αλλά
τους δόθηκαν και εγγυημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες για να τις βοηθήσουν να
το πράξουν», γράφει ο Grandin στο βιβλίο του «Empire’s Workshop». Ευρωπαίοι και
Αμερικανοί τραπεζίτες συνέρρευσαν στη Χιλή πριν από την οικονομική της
κατάρρευση το 1982. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης
δάνεισαν στον Πινοσέτ 3,1 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 1976 και 1986. Όπως
έχει τεκμηριώσει ο Corey Robin, η νεοφιλελεύθερη Mont Pelerin Society του
Friedrich von Hayek πραγματοποίησε το 1981 συνάντηση στην ίδια πόλη όπου η
χούντα σχεδίαζε την αντικατάσταση του δημοκρατικού σοσιαλισμού με έναν
προάγγελο της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής τάξης.
Οι θάλαμοι βασανιστηρίων του Πινοσέτ ήταν το μαιευτήριο του νεοφιλελευθερισμού, ένα μωρό που γεννήθηκε αιμόφυρτο και ουρλιάζοντας από τον Χένρι Κίσινγκερ. Αυτή ήταν η «δίκαιη και φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη» που η Χίλαρι Κλίντον θεωρούσε έργο ζωής του Κίσινγκερ.
Ήταν εξίσου θεμελιώδης στο να διευρύνει τα όρια της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος. Αποδείχθηκε ότι οι μυστικοί βομβαρδισμοί της Καμπότζης και του Λάος, που διήρκεσαν χρόνια, αποτελούσαν πρότυπο. Όταν ο Νίξον το 1970 αποκάλυψε τους μυστικούς βομβαρδισμούς, για πολλούς ξεπέρασε τα όρια, ακόμη και για τον Τόμας Σέλινγκ, έναν από τους αγαπημένους ακαδημαϊκούς του Πενταγώνου στον τομέα της Άμυνας, ο οποίος τους χαρακτήρισε «αρρωστημένους». Όπως γράφει ο Γκράντιν στο βιβλίο «Η σκιά του Κίσινγκερ», οι περισσότεροι, από το Κέιμπριτζ μέχρι την Ουάσινγκτον, δεν ήταν έτοιμοι το 1970 να δεχτούν ότι οι ΗΠΑ είχαν το δικαίωμα να καταστρέψουν ένα εχθρικό «καταφύγιο» σε μια χώρα με την οποία δεν βρίσκονταν σε πόλεμο και να το κάνουν όλο αυτό μυστικά, αποκρύπτοντας έτσι έναν πόλεμο από τον βασικό δημόσιο έλεγχο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτοί οι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί, θεμελιώδεις πυλώνες ενός πολέμου κατά της τρομοκρατίας που επέτρεψε σε τέσσερις προέδρους να βομβαρδίζουν, επί 20 χρόνια, Πακιστανούς, Υεμενίτες, Σομαλούς, Λίβυους, Σύρους και άλλους.
Ο Κίσινγκερ συναντήθηκε με τον Πινοσέτ στο Σαντιάγο τον Ιούνιο του 1976. Ήταν μια εποχή αυξανόμενης οργής του αμερικανικού Κογκρέσου για την τρομοκρατία του Πινοσέτ. Ο Κίσινγκερ ενημέρωσε τον στρατηγό ότι ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει μια άνευρη κριτική για να προλάβει την αρνητική νομοθεσία. «Η εκτίμησή μου είναι ότι είστε θύματα όλων των αριστερών ομάδων στον κόσμο», είπε ο Κίσινγκερ, σύμφωνα με ένα αποχαρακτηρισμένο τηλεγράφημα, «και ότι το μεγαλύτερο αμάρτημά σας ήταν ότι ανατρέψατε μια κυβέρνηση που πήγαινε προς το κομμουνιστικό ρεύμα». Τρεις μήνες αργότερα, Αμερικανοί διπλωμάτες προειδοποίησαν τον Κίσινγκερ για την Επιχείρηση Κόνδορας, μια διεθνή εκστρατεία δολοφονιών από τη δεξιά που ακολουθούσαν τα αντικομμουνιστικά καθεστώτα της Χιλής, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης. Ο Κίσινγκερ «έδωσε εντολή να μην αναληφθεί περαιτέρω δράση για το θέμα αυτό», σύμφωνα με τηλεγράφημα της 16ης Σεπτεμβρίου 1976. Πέντε ημέρες αργότερα, ένα παγιδευμένο από πράκτορες του Πινοσέτ αυτοκίνητο εξερράγη κατά μήκος της οδού Πρεσβειών της Ουάσιγκτον, σκοτώνοντας τον Ορλάντο Λετελιέ, υπουργό Εξωτερικών του Αλιέντε, και τον Αμερικανό συνεργάτη του, Ρόνι Μόφιτ.
Αλλά στη Χιλή, βοήθησε να δημιουργηθεί ένα πρότυπο για τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970, οι Χιλιανοί εξέλεξαν πρόεδρο τον δημοκρατικό σοσιαλιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το πρόγραμμα του Αλιέντε ήταν κάτι περισσότερο από αναδιανεμητικό. Απαιτούσε αποζημίωση από τις ΗΠΑ για την εκμετάλλευσή τους. Η Χιλή είναι πλούσια σε χαλκό, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το 80% της παραγωγής χαλκού ελεγχόταν από αμερικανικές εταιρείες, ιδίως τις εταιρείες Anaconda Copper και Kennecott. Όταν ο Αλιέντε εθνικοποίησε τα μεταλλευτικά περιουσιακά στοιχεία που κατείχαν οι δύο εταιρείες, τις ενημέρωσε ότι θα αφαιρούσε τα εκτιμώμενα «υπερκέρδη» από ένα αντισταθμιστικό πακέτο που ήταν διατεθειμένος να καταβάλει στις εταιρείες. Αυτού του είδους η απαράδεκτη πολιτική ήταν που ώθησε τον Κίσινγκερ να δηλώσει, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης των μυστικών υπηρεσιών περίπου δύο μήνες πριν από την εκλογή του Αλιέντε, ότι «δεν βλέπω γιατί πρέπει να καθόμαστε άπραγοι και να παρακολουθούμε μια χώρα να γίνεται κομμουνιστική λόγω της ανευθυνότητας του ίδιου της του λαού».
Ο Κίσινγκερ εννοούσε ότι δεν πρέπει ποτέ να υπάρξει παράδειγμα χώρας στη σφαίρα επιρροής της Αμερικής που να «προσφέρει» σοσιαλισμό μέσω των ψηφοδελτίων. «Ο Χένρι έβλεπε τον Αλιέντε ως μια πολύ πιο σοβαρή απειλή από τον Κάστρο», δήλωσε ο Morris, υπάλληλος του Κίσινγκερ, στον Hersh. «Ο Αλιέντε ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα δημοκρατικής κοινωνικής μεταρρύθμισης στη Λατινική Αμερική».
Ο Κίσινγκερ και η CIA είχαν αποφασίσει να ανατρέψουν τον Αλιέντε μόλις λίγες ημέρες μετά την εκλογή του. Μόλις έμαθε για αυτή την εξέλιξη, ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Σαντιάγο, Έντουαρντ Κόρι, ο οποίος ήταν ο δεύτερος που αντιτάχθηκε στον Αλιέντε, τηλεγράφησε στον Κίσινγκερ ότι «η ενεργή ενθάρρυνση ενός πραξικοπήματος θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια αποτυχία του Κόλπου των Χοίρων». Ένας «αποπληκτικός Κίσινγκερ» είπε στον Κόρι να μην ανακατευτεί, σύμφωνα με το βιβλίο του Τιμ Γουάινερ, «Legacy of Ashes: The History of the CIA». Όταν η CIA απέτυχε, σε αυτό που ο Κόρι αποκάλεσε ως ένα κόλπο «Rube Goldberg», να πείσει το Κογκρέσο της Χιλής να εμποδίσει τον Αλιέντε να αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Haig προέτρεψε το αφεντικό του να εκκαθαρίσει «τις θέσεις-κλειδιά που κυριαρχούσε η αριστερή πτέρυγα» στην υπηρεσία.
Ο Κόρι έκανε λάθος στο τέλος. Η πολιτική του Κίσινγκερ για την ανατροπή του Αλιέντε – «Γιατί να μην υποστηρίξουμε τους εξτρεμιστές;» είπε σε μια συνάντηση του Λευκού Οίκου τον Δεκέμβριο του 1970, με τον επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων της CIA, Τομ Καραμεσίνη – απέδωσε καρπούς στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, όταν μια στρατιωτική χούντα ανέλαβε την εξουσία, προκαλώντας την αυτοκτονία του Αλιέντε. Θα ήταν μεταξύ των πρώτων από τους 3.200 Χιλιανούς που πέθαναν βίαια υπό το 17χρονο καθεστώς του Αουγκούστο Πινοσέτ και της Caravana de la Muerte, για να μην αναφερθούμε στις δεκάδες χιλιάδες βασανισθέντες και φυλακισμένους. «Στην περίοδο του Αϊζενχάουερ, θα ήμασταν ήρωες», είπε ο Κίσινγκερ στον Νίξον σε τηλεφωνική συνομιλία λίγες ημέρες μετά το πραξικόπημα. Την ίδια εβδομάδα αρνήθηκε στις ακροάσεις του στη Γερουσία ότι οι ΗΠΑ έπαιξαν οποιοδήποτε ρόλο σε αυτό.
Το 1999, ο Πινοσέτ συνελήφθη στο Λονδίνο χάρη στην προσπάθεια του Baltazar Garzon, ενός Ισπανού δικαστή που διερευνούσε την επιχείρηση Κόνδορας. Ο Κίσινγκερ παρότρυνε τους Βρετανούς να μην εκδώσουν τον στρατηγό. «Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν ο Πινοσέτ επιτρεπόταν να επιστρέψει στην πατρίδα του», είπε τότε σε μια συνέντευξη. «Αυτό το επεισόδιο κράτησε αρκετά. Του στέλνω τη συμπάθειά μου». Δύο χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους απάντησε περιφρονητικά στις προσπάθειες του Ανώτατου Δικαστηρίου της Χιλής να υποχρεώσει τον Κίσινγκερ να καταθέσει. «Είναι άδικο και γελοίο ένας διακεκριμένος υπάλληλος αυτής της χώρας να παρενοχλείται από ξένα δικαστήρια με αυτόν τον τρόπο», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας αξιωματούχος στη Daily Telegraph. Η εφημερίδα σημείωσε τότε ότι ο Κίσινγκερ ήταν «άτυπος σύμβουλος» του Μπους, όπως και πολλών προέδρων.
Η δήλωση του Μπους περί προστασίας του Κίσινγκερ, σε συνδυασμό με την απόρριψη της Συνθήκης της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, έσβησε μια αχτίδα ελπίδας ότι ο Κίσινγκερ θα συναντούσε κάποτε τον Πινοσέτ υπό κράτηση. Ήταν πάντα μια φαντασίωση. Η διεθνής αρχιτεκτονική που δημιούργησαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία σήμερα συντομογραφείται ως «διεθνής τάξη βασισμένη σε κανόνες», με κάποιο τρόπο δεν φτάνει ποτέ στο σημείο να ασκήσει την ίδια πίεση στις ηγεμονικές Ηνωμένες Πολιτείες που ασκεί στις εχθρικές ή προκλητικές προς τις ΗΠΑ δυνάμεις. Αυτό αντανακλά την οργανωτική αρχή του αμερικανικού εξαιρετισμού: Η Αμερική μονάχα ενεργεί – δεν της ασκείται καμία δράση. Ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν ο υπέρτατος αρχιτέκτονας της τάξης αυτής.
Από αυτή την άποψη, ο Κίσινγκερ ήταν μοναδικός, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο μοναδικός. Ο Κίσινγκερ έχτισε πάνω στα θεμέλια που είχαν οικοδομήσει ο Χένρι Μοργκεντάου, ο Ντιν Άτσεσον, ο Τζορτζ Κένναν, ο Πολ Νίτσε, οι αδελφοί Ντάλες, οι αδελφοί Μπάντι, ο JFK – θα μπορούσατε να πάτε πίσω στον Άλμπερτ Τέιερ Μάχαν και τον Τέντι Ρούσβελτ αν θέλατε- ή στον Τζέιμς Μονρόε- ή, ανάλογα με το πόσο θεμελιώδη θεωρείτε την αυτοκρατορία για την Αμερική, στο 1619. Αυτός και ο Νίξον επέλεξαν να κλιμακώσουν στο Βιετνάμ και να επιδιώξουν την καταστροφή της Καμπότζης. Αλλά τα έγγραφα του Πενταγώνου έδειξαν ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν το αποτέλεσμα σύνθετων αποφάσεων που ελήφθησαν στις διοικήσεις Αϊζενχάουερ, Κένεντι και Τζόνσον. Ο Βιετναμέζος αντάρτης και υπουργός Δικαιοσύνης, Truong Nhu Tang, γράφει στα απομνημονεύματά του για τους Βιετκόνγκ, ότι ο Κίσινγκερ, του οποίου την ευφυΐα επαινεί, «κληρονόμησε ένα εννοιολογικό πλαίσιο από τους Αμερικανούς και Γάλλους προκατόχους του… που τον οδήγησε στην καταστροφή».
Ο Κίσινγκερ και ο Νίξον αυτό το πλαίσιο το μετέτρεψαν στο Γουότεργκεϊτ – όπως επισήμανε ο Γκράντιν νωρίτερα σε αυτή την ιστορία, το Γουότεργκεϊτ ξεκίνησε με την απαίτηση εκδίκησης του Ντάνιελ Έλσμπεργκ, του αντι-Κίσινγκερ, για τη διαρροή των εγγράφων του Πενταγώνου. Το Watergate ήταν μια ζοφερή επίδειξη, ούτε για πρώτη ούτε για τελευταία φορά, ότι τα εγκλήματα που διαπράττει η Αμερική στο εξωτερικό έχουν διαλεκτική σχέση με τα εγκλήματα που διαπράττει η Αμερική στο εσωτερικό. Η ατιμία έχει τόσους πατέρες, όσες και η νίκη.
Γι’ αυτό, τελικά, ο Κίσινγκερ πέθανε ως διασημότητα, με τον απαραίτητο πλούτο για να τον αναλάβει η Theranos. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ρότζερ Μόρις και ο Άντονι Λέικ επέλεξαν να μην πουν στη χώρα ότι ο αρχιστράτηγος ήταν ένας αλκοολικός που παρακολουθούσε κρυφά τους πραγματικούς και φανταστικούς επικριτές του. Όποια κι αν ήταν η καταγωγή του Κίσινγκερ, όποιες προσβολές για τους Εβραίους κι αν χρειάστηκε να υποστεί, ήταν υπόδειγμα της αυτοπεποίθησης της γεωπολιτικής ισχύος που η ελίτ της Αμερικής, ό,τι κι αν πιστεύει προσωπικά για τον Χένρι Κίσινγκερ, θέλει να κάνει τον κόσμο να τη σέβεται. Όταν οι Ρότζερ Μόρις, οι Άντονι Λέικς και οι Χίλαρι Κλίντον βλέπουν τον Χένρι Κίσινγκερ, βλέπουν, παρά τα όσα θα αναγνωρίσουν περιστασιακά και κατ’ ευφημισμόν ως ελαττώματά του, τον εαυτό τους όπως θα ήθελαν να είναι.
Ο Κίσινγκερ έζησε για πάνω από μισό αιώνα στον κόσμο που είχε φτιάξει. Ήταν η ύβρις του. Μπορούσε να δει ότι ο πόλεμος στο Ιράκ θα οδηγούσε σε καταστροφή, αλλά τον ακολούθησε ούτως ή άλλως, δηλώνοντας: «η υπόθεση της αφαίρεσης της ικανότητας μαζικής καταστροφής στο Ιράκ είναι εξαιρετικά ισχυρή». Ο υπολογισμός του Κίσινγκερ, εκφρασμένος με τον ευγενέστερο δυνατό τρόπο, είναι ότι η αποδοχή μιας επικείμενης καταστροφής είναι το τίμημα της επιρροής και άρα του μετριασμού της. Η προσαρμογή του στο αναπόφευκτο των πολιτικών αποφάσεων που θεωρούσε ανόητες θύμιζε τον εναγκαλισμό του με τον Νίξον το 1968. Τι ήταν οι ζωές των Βιετναμέζων, των Καμποτζιανών ή των Ιρακινών σε σύγκριση με την ευκαιρία του Κίσινγκερ να συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιστορίας;
Όμως το Ιράκ και ο ευρύτερος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, που ο Κίσινγκερ ήθελε να επεκταθεί για να μην εξελιχθεί «σε μια επιχείρηση πληροφοριών, ενώ η υπόλοιπη περιοχή θα επιστρέψει σταδιακά στο πρότυπο που ήταν πριν από την 11η Σεπτεμβρίου», προμήνυε τον κόσμο που ο Κίσινγκερ είχε δημιουργήσει και ο οποίος διαλυόταν στα θεμέλια. Ο άνθρωπος που επανατοποθέτησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική ως σφήνα μεταξύ Ρωσίας και Κίνας έζησε αρκετά για να δει τη Διακήρυξη της 4ης Φεβρουαρίου να ενώνει τη Μόσχα και το Πεκίνο. Οι αντιδραστικές δυνάμεις που ενθάρρυνε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δείχνουν στον κόσμο ότι η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες αφορά τον καπιταλισμό και όχι τη Δημοκρατία.
Η όποια πικρία βίωσε ο Κίσινγκερ, στις τελευταίες του μέρες, για τη διάβρωση του εγχειρήματός του είναι μικρή παρηγοριά για τα εκατομμύρια των θυμάτων του. Η Αμερική τους αρνήθηκε τον «επίλογο» που εν τέλει «έγραψε» για την Kathleen Treanor, όταν ύψωσε τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης, καταδικάζοντας τον Timothy McVeigh σε θάνατο.
Αναδημοσίευση: zougla.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου