Συνεχίστηκαν και την Κυριακή 19/7 στην αίθουσα Γερουσίας της Βουλής, οι τοποθετήσεις για το δημόσιο χρέος, στο πλαίσιο της συγκρότησης της «Επιτροπής Αλήθειας» για τον λογιστικό και νομικό του έλεγχο. Ο συνταγματολόγος, Γιώργος Κασιμάτης ανέφερε μεταξύ άλλων στην ομιλία του, πως η συγκρότηση της Επιτροπής, θα βοηθήσει ιδιαίτερα την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το Μνημόνιο.
Η συγκρότηση της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος,
ενισχύει το διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της χώρας και «δίνει το μήνυμα της
κόκκινης γραμμής. Η κόκκινη γραμμή είναι να φύγουνε απ’ τον πολιτισμό της
Ευρώπης οι παραβιάσεις των αρχών νομιμότητας της αστικής δημοκρατίας» σημείωσε
ο κ. Κασιμάτης.
«Όταν το 1994 το χρέος ήταν 90 δισ. ευρώ, ο λαός είχε πληρώσει γι’ αυτό 575 δισ., δηλαδή 6,3 φορές πάνω από το αρχικό. Όταν μπήκαμε στο Μνημόνιο, το χρέος ήταν 300 δισ. κατά την Eurostat και απ’ αυτό, τα 211 δισ. αφορούσαν τόκους. Αυτό και αν είναι επαχθές χρέος, επονείδιστο, ή με όποιο άλλο επίθετο θέλετε να το ονομάσετε!» παρατήρησε ο νομικός Πέτρος Μηλιαράκης.
Έχοντας εμπειρία από προσφυγές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ο κ. Μηλιαράκης, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, πρότεινε «να δημιουργηθεί μια διαδικασία προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο του Λουξεμβούργου, προκειμένου να αποφανθεί αν θίγεται από το PSI ο πυρήνας του δικαιώματος των ασφαλιστικών ταμείων ως ΝΠΔΔ, και να κουρεύονται καταθέσεις που αποτελούν εγγύηση και ασφάλεια των ασφαλισμένων».
Από την πλευρά του, ο εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, Ολιβιέ ντε Σούτερ πρότεινε για το έργο της Επιτροπής, τρεις βασικές κατευθύνσεις διερεύνησης:
Το αν οι διαπραγματεύσεις των δύο Μνημονίων έγιναν υπό πίεση και άρα έλλειψη συγκατάθεσης από πλευρά της Ελλάδος, (καθώς η σύναψη σύμβασης υπό οικονομική απειλή και χωρίς συναίνεση και των δύο μερών, απαγορεύεται από τη Σύμβαση της Βιέννης), το κατά πόσον έχει αλλάξει η συγκυρία από το 2010 ή το 2012, ώστε να δικαιολογείται σήμερα η επανεξέταση των τότε συμφωνιών (έλλειψη συναίνεσης σήμερα), καθώς και το αν η εφαρμογή των Μνημονίων έχει οδηγήσει σε παραβίαση του Κοινωνικού Χάρτη της ΕΕ, και τα ευρωπαϊκά όργανα έχουν ξεπεράσει τις αρμοδιότητες που τους χορηγούσε η Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ντε Σούτερ, προειδοποίησε πως «η ισχύς του εθνικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τη μη τήρηση μιας διεθνούς συμφωνίας, μόνον όταν είναι πρόδηλη η παραβίασή της και για θεμελιώδεις κανόνες».
Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Αριστείδης Καζάκος επισήμανε πως μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες παραμέτρους για την πιστοποίηση της νομιμότητας ή της παρανομίας του δημοσίου χρέους, είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις ξένες κυβερνήσεις.
«Όταν το 1994 το χρέος ήταν 90 δισ. ευρώ, ο λαός είχε πληρώσει γι’ αυτό 575 δισ., δηλαδή 6,3 φορές πάνω από το αρχικό. Όταν μπήκαμε στο Μνημόνιο, το χρέος ήταν 300 δισ. κατά την Eurostat και απ’ αυτό, τα 211 δισ. αφορούσαν τόκους. Αυτό και αν είναι επαχθές χρέος, επονείδιστο, ή με όποιο άλλο επίθετο θέλετε να το ονομάσετε!» παρατήρησε ο νομικός Πέτρος Μηλιαράκης.
Έχοντας εμπειρία από προσφυγές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ο κ. Μηλιαράκης, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, πρότεινε «να δημιουργηθεί μια διαδικασία προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο του Λουξεμβούργου, προκειμένου να αποφανθεί αν θίγεται από το PSI ο πυρήνας του δικαιώματος των ασφαλιστικών ταμείων ως ΝΠΔΔ, και να κουρεύονται καταθέσεις που αποτελούν εγγύηση και ασφάλεια των ασφαλισμένων».
Από την πλευρά του, ο εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, Ολιβιέ ντε Σούτερ πρότεινε για το έργο της Επιτροπής, τρεις βασικές κατευθύνσεις διερεύνησης:
Το αν οι διαπραγματεύσεις των δύο Μνημονίων έγιναν υπό πίεση και άρα έλλειψη συγκατάθεσης από πλευρά της Ελλάδος, (καθώς η σύναψη σύμβασης υπό οικονομική απειλή και χωρίς συναίνεση και των δύο μερών, απαγορεύεται από τη Σύμβαση της Βιέννης), το κατά πόσον έχει αλλάξει η συγκυρία από το 2010 ή το 2012, ώστε να δικαιολογείται σήμερα η επανεξέταση των τότε συμφωνιών (έλλειψη συναίνεσης σήμερα), καθώς και το αν η εφαρμογή των Μνημονίων έχει οδηγήσει σε παραβίαση του Κοινωνικού Χάρτη της ΕΕ, και τα ευρωπαϊκά όργανα έχουν ξεπεράσει τις αρμοδιότητες που τους χορηγούσε η Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ντε Σούτερ, προειδοποίησε πως «η ισχύς του εθνικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τη μη τήρηση μιας διεθνούς συμφωνίας, μόνον όταν είναι πρόδηλη η παραβίασή της και για θεμελιώδεις κανόνες».
Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Αριστείδης Καζάκος επισήμανε πως μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες παραμέτρους για την πιστοποίηση της νομιμότητας ή της παρανομίας του δημοσίου χρέους, είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις ξένες κυβερνήσεις.
Αναδημοσίευση: greeknation.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου