Η κοινωνία θέλει μια πειστική απάντηση στην ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη για τη δημοκρατία δεξιά κυριαρχία, τονίζει ο Δημήτρης Χριστρόπουλος σε άρθρο του με τον ίδιο τίτλο στο news247.gr την Παρασκευή 1 Σεπτμβρίου
• • •
Όλα ξεκίνησαν με τον «διπλό εκλογικό σεισμό» του 2012. Τότε φάνηκε ότι το νέο αστέρι στην ελληνική πολιτική σκηνή θα ήταν σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το άστρο έλαμψε, αλλά δεν έμελλε να αντέξει πολύ. Η λάμψη του διήρκεσε όσο η πεποίθηση ότι το αφήγημά του είναι έγκυρο. Όταν το στόρυ κατέρρευσε, εκείνο το συγκλονιστικό καλοκαίρι του ‘15 η λάμψη έσκασε και άρχισαν να φαίνονται οι κακοτεχνίες πίσω από το φως που θάμπωνε.
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου κερδήθηκαν από την κεκτημένη ταχύτητα της συγκυρίας του ’15, ωστόσο από την επόμενη μέρα φαίνονταν ότι η ανηφόρα θα ήταν αβάσταχτη. Με το στρατηγικό πολιτικό κόνσεπτ της απαλλαγής από το μνημονιακό άγος κατεστραμμένο, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδύνατο να βρει άμεσο υποκατάστατο να τον κρατάει πολιτικά δυναμικό.
Τα πολλά θετικά της διακυβέρνησής του τόσο στο κοινωνικό πεδίο, δευτερευόντως στο πεδίο των δημοκρατικών θεσμών ή της εξωτερικής πολιτικής, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον οργανισμό υγιή. Η δημοσκοπική κατάρρευση του κόμματος ουσιαστικά ξεκινάει την επαύριο των εκλογών του 2015 και ήδη από τις αρχές του 2016 αρχίζει να παγιώνεται μια σημαντική απόσταση από τη Νέα Δημοκρατία.
Την ίδια στιγμή, εδραιώνονται δύο επίσης εξαιρετικά κρίσιμα πολιτικά δεδομένα: το πρώτο είναι η φωναχτή πεποίθηση της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης για την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του προσωπικά. Το δεύτερο είναι η απόλυτη έλλειψη κοινωνικής γείωσης του κόμματος: με ελάχιστες εξαιρέσεις, κοινωνικά κινήματα, επαγγελματικά σωματεία, επιμελητήρια, πανεπιστήμια είναι εκτός ακτίνας επιρροής του κυβερνώντος αριστερού κόμματος. Πώς, αλήθεια, γίνεται η Αριστερά του 30% να βγάζει τους ίδιους περίπου δημάρχους με την Αριστερά του 3%; Ανοιχτό ερώτημα για τους πολιτικούς επιστήμονες των καιρών μας….
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε διαγνώσει το δεύτερο πρόβλημα, αυτό του ελλείματος κοινωνικής γείωσης, και προσπάθησε να βρει υποκατάστατα. Όμως το πρόβλημα την ξεπερνούσε. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, το πρόβλημα ξεπερνά τον ρόλο της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως του πρωταγωνιστή του. Αφορά κάτι πολύ πιο βαθύ ιστορικά. Είναι το αποτύπωμα του ότι ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε –και καλώς έκανε, κατά τη γνώμη μου– να υλοποιήσει αυτό που αποστρέφονταν όσο τίποτε άλλο. Αυτό όχι μόνο ο Τσίπρας, ούτε ο Λένιν κι ο Χριστός θα μπορούσαν να το καταφέρουν. Αυτό εξάλλου οδήγησε σε αφαίμαξη της ζωτικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ και συνεπακόλουθα στη ρευστοποίηση του κόμματος ως συνειδητή επιλογή της ηγεσίας του.
Το πρόβλημα όμως του ελλείματος αξιοπιστίας δεν έτυχε ανάλογης διάγνωσης. Η κυρίαρχη πεποίθηση ήταν ότι για όλα φταίνε τα «συστημικά μίντια», οι δημοσκοπικές εταιρείες και οι ακροκεντρώοι, λες και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έφτανε από το 4 στο 36%, όλοι αυτοί ήταν μαζί του… Από την αρχή, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απέναντί του όλο το κατεστημένο μαζί με τους «μετανοημένους» αριστερούς που λειτούργησαν σαν εξαπτέρυγά του συστήματος. Όμως μέχρι το 2015, όλοι αυτοί μαζί δεν εμπόδισαν σε τίποτε την πολιτική του άνοδο. Αντιθέτως, ήταν τέτοια η γενικευμένη αποστροφή εναντίον τους, ώστε την οριακή στιγμή μετά την οποία ξεκίνησε η πτώση του υποκειμένου ΣΥΡΙΖΑ, η απροσχημάτιστη συστράτευση των κυρίαρχων μέσων εναντίον τού «Όχι» στο δημοψήφισμα, του έδωσε περίπου 10 μονάδες παραπάνω.
Ο κόσμος απλώς δεν τους άντεχε. Όμως μετά άρχισε να μην αντέχει και το ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή το κόμμα αυτό, με ευθύνη όλων των μεγάλων στελεχών του που το επέτρεψαν, είχε μετασχηματιστεί σε προσωποπαγή μηχανισμό, η κύρια εστία της αποδοκιμασίας αφορούσε το πρόσωπο του αρχηγού του. Όπως ο Τσίπρας δηλαδή κινητοποίησε τον ενθουσιασμό με το πολιτικό του ταλέντο ως το 2015, έτσι κινητοποίησε και την αποστροφή. Από ένα ποσοστό αποδοκιμασίας που ξεκίνησε από τα 2/3 περίπου του εκλογικού σώματος στις αρχές του 2016, κατέληξε στις εκλογές του 2023 στα 4/5.
Πλέον είναι σαφές ότι όσο αρεστός ήταν ο Αλέξης Τσίπρας στο 80% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, άλλο τόσο δυσάρεστος ήταν στο 80% της υπόλοιπης κοινής γνώμης. Αυτό ποιοτικά σαν δημοσκοπικό εύρημα είναι κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό από το λεγόμενο «αντισύριζα μέτωπο». Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είτε έκανε ότι δεν το έβλεπε, είτε όντως δεν το έβλεπε.
Η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τα προηγούμενα διά της επίθεσης στο πρόσωπο «Μητσοτάκης» και το «καθεστώς» του, παρόξυνε το πρόβλημα. Η δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν αρκούσε για να κρυφτεί το στρατηγικό έλλειμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο μόνος τρόπος που πιθανώς –πιθανώς λέω– να μπορούσε να θεραπευθεί η κατάσταση θα ήταν έγκαιρα να είχε γίνει μια προσπάθεια συγκρότησης σαφούς προγραμματικού λόγου με έλλογη τεκμηρίωση και νέα πρόσωπα. Νέα πρόσωπα όχι από το χώρο του θεάματος, αλλά της επιστήμης.
Τέλος, η σαφής πολιτική επιλογή της πρώην ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να «μιλήσει» στα δεξιά της και όχι στη νεολαία, στη γειτονιά, στο χώρο της εργασίας και των κοινωνικών κινημάτων στέρησε από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τη ζωτική δυνατότητα οικοδόμησης δεσμών και ερεισμάτων με προνομιακά ακροατήρια της Αριστεράς: κόσμο που αποστρέφεται τη Δεξιά αλλά δεν εμπιστεύτηκε την Αριστερά διότι του απευθύνθηκε χρησιμοθηρικά και περιστασιακά. Χωρίς άγκυρες στην κοινωνία, χωρίς κομματικές δομές που λειτουργούν παρά μόνο με περιφερόμενα στελέχη στα κανάλια, η κατάσταση εκφυλίστηκε ακόμη περισσότερο.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση κρίθηκε ως πολύ καλύτερος από το ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση ή ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση από το 2019 θεωρήθηκε χειρότερος από τον ΣΥΡΙΖΑ-κυβέρνηση ως τότε. Πώς αλλιώς να αξιολογηθεί ότι ως απερχόμενη κυβέρνηση πήρε 31% ενώ ως αξιωματική αντιπολίτευση έφτασε στο 17%;
Το ερώτημα τώρα είναι αν σώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή μήπως τελικά η συγκολλητική του ουσία υπήρξε η προσωπικότητα του πρώην προέδρου του και ελλείψει αυτής, το κόμμα δεν θα αντέξει.
Δεν γνωρίζω, ειλικρινά. Και δεν νομίζω ότι εύκολα μπορεί κανείς να δώσει απαντήσεις ακόμη. Είναι δηλαδή ανοιχτό το ερώτημα αν το κόμμα αυτό μπορεί να συνεχίζει να εκφράσει την αντιδεξιά προοπτική στη χώρα ή απλώς μέσω της εκλογής νέας ηγεσίας αγοράζει χρόνο μέχρι την διάσπαση ή κατάρρευσή του.
Ωστόσο, ακόμη και οι πολιτικοί όροι της διαχείρισης της συντριβής των εκλογών του 2023 έχουν σημασία. Η διαχείριση της ήττας θα κρίνει τον τίτλο της νέας σελίδας. Για να μπορέσει να αποκρουστεί το σενάριο της περαιτέρω συρρίκνωσης, το οποίο αυτή τη στιγμή φαίνεται πιθανό, ο αγώνας για τη διαδοχή του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα καταρχήν παράδοξο. Ότι θα μιλάει στο κόμμα, αλλά συνάμα θα μιλάει πρώτα στην κοινωνία. Αν μιλάει μόνο στο κόμμα, τότε η καταδίκη θα είναι αυστηρή. Διότι η κοινωνία λίγη σημασία δίνει σε οργανωτικού τύπου επιχειρήματα σε ένα συντετριμμένο και ρευστοποιημένο κόμμα.
Η κοινωνία θέλει μια πειστική απάντηση στην ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη για τη δημοκρατία δεξιά κυριαρχία. Θέλει λόγο τεκμηριωμένο, προγραμματικό και ρεαλιστικό για την οικονομία, την εργασία, τους θεσμούς και την εξωτερική πολιτική. Θέλει προτάσεις και θέλει μια στοιχειώδη συλλογικότητα να νιώσει ότι τις «τρέχει».
Θέλει «δικαιοσύνη παντού» αλλά με συγκεκριμένες αιχμές σχετικά με κάποιες τοποθεσίες στο αχανές παντού. Θέσεις συγκεκριμένες και νομοθετικά δοσμένες σε στρατηγικές αιχμές της πολιτικής. Πολιτικές θέσεις που συγκροτούν ατζέντα. Σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία: κάπου δηλαδή ευκρινώς. Και ένα σημείο βλέπω καταρχήν γι’αυτό το «κάπου» όταν ο αντίπαλος είναι στα δεξιά: αριστερά.
…………………………….……………………
Αλλιώς, το «παντού» γίνεται πουθενά.
*Οι «Δρόμοι του πουθενά» ήταν ο τίτλος του πρώτου μη λαϊκού τραγουδιού που είπε ο Γιώργος Μαργαρίτης σε σύνθεση και στίχους του Χρήστου Δέτσικα και Θοδωρή Μανίκα το 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου