• • •
Η Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα
Κοβέσι πέρασε πρόσφατα από τη χώρα μας και είπε πολλά που συζητήθηκαν.
Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου είναι η προτροπή της στους έλληνες
συναδέλφους της: εξήρε τη δουλειά τους και τους ζήτησε να είναι πιο
παρεμβατικοί γιατί η χώρα μας έχει προβλήματα διαφθοράς. Και θα είναι.
Πολλά από αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα μου
θυμίζουν την Ιταλία του 1992. Το 1992 είχαν
περάσει τρία χρόνια από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος
του Ψυχρού Πολέμου. Το τέλος αυτής της εποχής είχε ως αποτέλεσμα το απόλυτο
πολιτικό και ιδεολογικό βραχυκύκλωμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς: η ιταλική
Αριστερά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Το πολύ δυνατό ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα
(PCI) είχε επιχειρήσει να μετεξελιχθεί. Είχε δημιουργηθεί το Κόμμα της
Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) σκοπός του οποίου ήταν να λειτουργήσει
σαν βασικός πυλώνας ενός είδους κεντροαριστερού συνασπισμού. Αλλά παρά τη
δεδομένη απόστασή τους από τους δεινόσαυρους κομμουνιστές της Μόσχας, οι ιταλοί
αριστεροί ηγέτες ήταν απολύτως στριμωγμένοι καθώς έπρεπε να εξηγήσουν τι τελικά
πήγε άσχημα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού: οι εξηγήσεις τους δεν ήταν
πειστικές. Στην Ιταλία της εποχής – κι αυτό είναι η σχεδόν απόλυτη ομοιότητα με
την Ελλάδα – υπήρχε ένα εντυπωσιακό έλλειμμα αντιπολίτευσης: από αυτή απουσίαζαν
κόμματα με προοπτική εξουσίας. Ο κυβερνητικός συνασπισμός των πέντε κομμάτων,
που προέκυψε τη δεκαετία του ’70 όταν ήρθαν κοντά οι χριστιανοδημοκράτες με
τους σοσιαλιστές, έμοιαζε εκλογικά ανίκητος. Η αριστερή αντιπολίτευση ήταν
αδύνατον να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, καθώς έπρεπε να απολογείται συνεχώς
για λανθασμένες εκτιμήσεις. Ολοι επαναλάμβαναν ότι «η Ιταλία δεν είχε
αντιπολίτευση», παρόλο που το PDS ως μετεξέλιξη του PCI κρατούσε
ένα διψήφιο ποσοστό, αφήνοντας στην άκρη ορθόδοξους κομμουνιστές και άλλους
ριζοσπάστες. Και τότε συνέβη κάτι εντελώς απρόβλεπτο. Μια ομάδα δικαστών του
Μιλάνου ανέλαβαν πρωτοβουλίες που διέλυσαν σε χρόνο ρεκόρ όχι απλά τον
κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά τα ίδια τα κόμματα που τον αποτελούσαν.
Η ιστορία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1992. Η
σύλληψη του δημοτικού συμβούλου Μάριο Κιέζα στις 17
Φεβρουαρίου στο Μιλάνο έγινε η αφορμή για το ξεκίνημα της έρευνας που
πέρασε στην ιστορία με τον κωδικό Καθαρά Χέρια (Mani Pulite).
Ο Κιέζα, εξέχον παράγοντας του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Μιλάνου πιάστηκε επ’
αυτοφώρω να δωροδοκείται από μια εταιρεία καθαρισμού: το ποσό που έλαβε ήταν
αστείο – κάτι περισσότερο από δύο χιλιάδες σημερινά ευρώ. Ομως η ομολογία του
ότι τα μισά από τα χρήματα προορίζονταν για το ταμείο του κόμματος άλλαξε τα πάντα.
Οι δικαστές άρχισαν να ερευνούν τις σχέσεις των κομμάτων με τους
επιχειρηματίες: σε λιγότερο από έξι μήνες η συζήτηση δεν ήταν αν υπάρχει ή δεν
υπάρχει αντιπολίτευση, αλλά πόσο μεγάλη είναι η διαφθορά. Ενα μόλις χρόνο
αργότερα το πολιτικό τοπίο ήταν ολότελα διαφορετικό. Δυνάμωσε η αυτονομιστική
Λέγκα του Βορρά, επανεμφανίστηκαν με σημαντικό εκλογικό ποσοστό οι νοσταλγοί
του Μουσολίνι, κατέβηκε στις εκλογές ο Μπερλουσκόνι, δημιουργήθηκε μπροστά στην
προοπτική της εξουσίας ο αριστερός πόλος, που έμοιαζε ανέφικτος. Ηταν καλύτερο
το νέο σκηνικό; Ηταν χειρότερο; Μικρή σημασία έχει. Σημασία στη διδακτική αυτή
ιστορία έχει η ταχύτητα με την οποία μετασχηματίστηκε η πολιτική σκηνή.
Σήμερα στην Ελλάδα η κυβέρνηση βασίζει τη δημοσκοπική
υπεροχή της μόνο στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο «δεν υπάρχει
αντιπολίτευση». Αλλά υπάρχουν πλέον οι προτροπές της Κοβέσι. Που
δημιουργούν στα κυβερνητικά στελέχη αμηχανία και φόβο μήπως τα χειρότερα
έρχονται. Λογικό. Αν οι εισαγγελείς συνεχίσουν τις έρευνες η κυβέρνηση δύσκολα
θα αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση μαζί τους. Η σύγκρουση αυτή ωστόσο θα έχει
μεγάλο κόστος, διότι η άμυνα της κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση
της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Κοβέσι ταράζει τα νερά. Δημιουργεί
την εντύπωση ότι το δεδομένο σκηνικό μπορεί να αλλάξει. Γι’ αυτό γεμίσαμε
κόμματα που δεν υπάρχουν: όλοι ξαφνικά σε κάτι ελπίζουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου