Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Γιατί υπάρχει πτώση στις πωλήσεις των εφημερίδων


Ξεφυλλίζοντας εφημερίδα του Σαββάτου 28 Απριλίου το μάτι μου έπεσε σ’ ένα «μονόστηλο» που αναφερόταν στην  πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων τη περασμένη χρονιά δηλαδή το 2017.
Όπως διάβασα στο κείμενο η πτώση αυτή ανήρθε στο 19,6%. Πουλήθηκαν δηλαδή 57.614.541 φύλλα ενώ το 2016 είχαν πουληθεί 71.641.595. 14.027.054 φύλλα δηλαδή λιγότερα. Η μείωση αυτή στις πωλήσεις, αναφέρεται, είναι πιο εντυπωσιακή αν πούμε πως είναι μεγαλύτερη από αυτή ανάμεσα στο 2016 και 2015 που ήταν 15,9%.
Για να εξηγήσουμε την αντίδραση αυτή του αναγνωστικού κοινού θα πρέπει να ανατρέξουμε στο άρθρο του καλού δημοσιογράφου Γιώργου Λακόπουλου που αναδημοσίευσα την Δευτέρα 16 Απριλίου και στο σχόλιο μου με το οποίο το προλόγισα. Για το ότι ο κόσμος απομακρύνεται από τις εφημερίδες, φταίει πιστεύω η ποιότητα της δημοσιογραφίας.
Όπως συμπεράνει όποιος διαβάσει εκείνη την ανάρτηση (δείτε την εδώ), οι σημερινές εφημερίδες εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων εκδίδονται να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών τους.
Εύλογα κανείς θα απορήσει. «Αν δεν εξυπηρετούνται αυτά, γιατί να εκδώσει κάποιος εφημερίδα;». Ως και τη δεκαετία του ’80 οι εκδότες ήταν άνθρωποι του Τύπου. Άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει στα δημοσιογραφικά γραφεία και στα τυπογραφεία. Από αυτή την εποχή και μετά στο χώρο άρχισαν να εισέρχονται επιχειρηματίες με πρώτο και καλύτερο το Γιώργο Μπόμπολα, με το «Έθνος» το 1982. Με όχημα το καταπράσινο πολιτικά φύλλο, γιατί κοινωνικά ήταν ολίγον κιτρινορόζ ελέω Αλέκου Φιλιππόπουλου που ήταν διευθυντής, η εταιρεία του πήρε την πλειονότητα τον δημόσιων έργων που χρηματοδότησε η τότε ΕΟΚ.
Τον χώρο του Τύπου, πήγε να αλώσει το ’87 ο Κοσκωτάς αλλά βρήκε αντίθετους όλους του εκδότες, γιατί πήγε να «μπει στα χωράφια τους». Πολύ περισσότερο ενοχλήθηκε ο Μπόμπολας γιατί τα συμφέροντα του δεν ήταν μόνο η εφημερίδα, αλλά αυτή ήταν ο πολιορκητικός κριός για άλλες δουλειές και θα έχανε πολύ περισσότερα αν έχανε αυτή τη δύναμή της.
Την δύναμή τους τελικά ΟΛΕΣ οι εφημερίδες μαζί την έχασαν το 2010 με τη είσοδο της Ελλάδας στη μνημονική περίοδο. Αλλά και να εκλεγούν σχηματίζοντας κυβέρνηση δυο κόμματα που δεν είχαν εξαρτήσεις από τους ιδιοκτήτες τους. Στην αρχή τουλάχιστον κι όπως δείχνουν καθημερινά τα πρωτοσέλιδα σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.
Κι αυτό γιατί φάνηκε καθαρά πως εξυπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα και αδιαφορούν γι΄ αυτά του λαού. Οπότε κι αυτός τους γύρισε την πλάτη.
Θα απορήσει εύλογα κάποιος. Μα τι χρειάζεται η εφημερίδα όταν υπάρχει υπερπληροφόριση από την τηλεόραση (και το ραδιόφωνο), αλλά και το internet;
Σωστά. Όμως στην εφημερίδα θα διαβάσει κάποιος μια άποψη ή ένα σχόλιο και θα το ξαναδιαβάσει παραπάνω από μία φορά αν δεν το καταλάβει. Μα το ίδιο συμβαίνει και στο ίντερνετ θα αντιτείνει κανείς. Ναι αλλά εκεί είναι η οθόνη, που δημιουργεί διαταραχές (ζάλη κλπ) αν συγκεντρωθείς πολύ ώρα σ’ ένα θέμα μελετώντας το.
Αλλά και στα γεγονότα που έχει η εφημερίδα που δεν θα ξεφυλλίσεις μόνο μια φορά. Γιατί με την πρώτη βέβαιο είναι πως θα σου «ξεφύγουν πολλά θέματα». Στην τηλεόραση (και το ραδιόφωνο) μπορεί να μη το «δώσεις σημασία» ενώ στο internet θα πρέπει να το ψάξεις.
Γι΄ αυτό εκτός από το κύριο, που είναι η δημοσιογραφία να ξαναγίνει λειτούργημα και να πάψει να είναι εργαλείο εκβιασμού και διακίνησης ψευδών ειδήσεων. Επιβάλεται και το δευτερεύων οι εφημερίδες να μας κάνουν όχι μόνο να τις αγοράσουμε αλλά και να τις ξεφυλλίσουμε και να τις διαβάσουμε. Άσχετα αν συμφωνούμε ιδεολογικά μ’ αυτές. Κι ακόμη καλύτερα αν μια εφημερίδα που θα μας «κεντρίσει το ενδιαφέρον» να διαβάσουμε είναι αντίθετη με τα πολιτικά πιστεύω μας.



Πηγή: topontiki.gr και el.wikipedia.org

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Να φύγουν, να πάνε αλλού!


Τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που απαιτούν ομοφωνία σε όλα τα νομοσχέδια, προκαλώντας να παραιτηθούν μάλιστα αφού διαφωνούν με τις «αρχές του κόμματος» εγκαλεί ο Τάσος Παππάς σε άρθρο του με τον ίδιο τίτλο στην Εφημερίδα των Συντακτών την Πέμπτη 26 Απριλίου
* * *
Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ζητούν την απόσυρση του άρθρου που δίνει τη δυνατότητα σε άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να γίνουν ανάδοχοι γονείς. Επικαλούνται επιστημονικές μελέτες, ορισμένοι προβάλλουν ενστάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην κίνηση αντέδρασαν η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί βουλευτές.
Μάλιστα, ο Χρήστος Καραγιαννίδης, μέλος των «53», κάλεσε όσους διαφωνούν με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να παραιτηθούν και να «δοκιμάσουν την τύχη τους σε άλλα πολιτικά κόμματα... Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε συμφωνήσει, εδώ και αρκετά χρόνια, με συλλογικό τρόπο πως τα ατομικά δικαιώματα έχουν καθολικότητα. Τούτο σημαίνει πως ανεξαρτήτως ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού όλοι κι όλες έχουν το δικαίωμα στη δημιουργία οικογένειας», έγραψε ο κ. Καραγιαννίδης στο Facebook.
Δεν θα μπω επί της ουσίας. Μου κάνει όμως εντύπωση η δήλωση-προτροπή του κ. Καραγιαννίδη προς τους διαφωνούντες να παραιτηθούν και να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλα πολιτικά κόμματα. Δεν διευκρινίζει ποια κόμματα εννοεί -δεν νομίζω ότι αναφέρεται στη Νέα Δημοκρατία- μπορώ όμως να υποθέσω ότι φωτογραφίζει το Κίνημα Αλλαγής, επειδή μερικοί από τους αντιρρησίες προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Συγγνώμη, αλλά ένα αριστερό κόμμα που έχει εσωτερική ζωή (τα όργανά του συνεδριάζουν κανονικά σε τακτά χρονικά διαστήματα), που σέβεται τις δημοκρατικές διαδικασίες (έχει εγκαταλείψει το μοντέλο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού), που δεν δαιμονοποιεί την αντίθετη εκτίμηση και προσπαθεί συστηματικά να πετύχει συνθέσεις, δεν μπορεί να λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο.
Κάποτε στον ΣΥΡΙΖΑ ο κάθε πικραμένος που είχε ή που νόμιζε ότι είχε άποψη μπορούσε να την καταθέσει δημοσίως, να αγωνιστεί προκειμένου να γίνει πλειοψηφική, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο της αποπομπής. Σήμερα που οι όποιες διαφορές υπάρχουν, δεν φαίνεται να είναι στρατηγικού χαρακτήρα, δεν δικαιολογείται αυτό το έλλειμμα ανοχής στην αντίθετη γνώμη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: οργανώθηκε στο κόμμα συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα;
Δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν όλοι τις απόψεις τους; Εγινε προσπάθεια από την ηγεσία του υπουργείου και τα αρμόδια κομματικά όργανα να πεισθούν όσοι είχαν ενστάσεις; Αν όχι, τότε δεν δικαιούται κανείς να απαιτεί ομοφωνία. Και, επιπλέον, το επιχείρημα ότι «στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και πολλά χρόνια έχουμε συμφωνήσει με συλλογικό τρόπο για...» (δεν έχει σημασία το θέμα) είναι μαχητό.
Και για άλλα ζητήματα είχαν συμφωνήσει εδώ και πολλά χρόνια με συλλογικό τρόπο στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως στην πορεία για ποικίλους λόγους αρκετές από τις συμφωνίες παραβιάστηκαν. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, και στο στελεχικό επίπεδο και στο επίπεδο του ακροατηρίου, δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του παρελθόντος. Παλιά ήταν το κόμμα του 3%, τώρα είναι το κόμμα του 35% (μιλάω για την εκλογική επίδοση του 2015). Στο απότομο μεγάλωμά του συνέβαλαν καθοριστικά οι πολίτες που ψήφιζαν το ΠΑΣΟΚ.
Αυτοί οι πολίτες έχουν άλλες παραστάσεις, γιατί έχουν εκπαιδευτεί πολιτικά από άλλους φορείς. Μετακινούμενοι, κουβαλάνε εκτός από την ψήφο τους και τις απόψεις τους. Δουλειά του κόμματος είναι να τις μετασχηματίσει με διαδικασίες πειθούς. Η λογική «αυτή είναι η θέση μας και σε όποιον αρέσει» παραπέμπει σε κόμματα που φοβούνται τον διάλογο.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί παρελαύνουν
στην Αθήνα και αρχίζει η μαύρη νύχτα της κατοχής

Οι Αθηναίοι κλείνουν τα παράθυρα και οι Άγγλοι υπόσχονται ότι θα επιστρέψουν


Μια εβδομάδα μετά από την έναρξη του Ελληνογερμανικού πολέμου τον Απρίλιο του 1941, το μέτωπο στη βόρεια Ελλάδα κατέρρευσε. Στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε στις 9 Απριλίου. Επόμενος στόχος των εισβολέων ήταν η Αθήνα.
* * *
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υποχωρούσε προς τον νότο. Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών οι Βρετανοί προέβαλαν μια απεγνωσμένη αντίσταση, η οποία δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την γερμανική προέλαση. Η ελληνική πρωτεύουσα βίωνε τις δικές της στιγμές αγωνίας, αναμένοντας το αναπόφευκτο.

Οι μαρτυρίες
Ο Ιωάννης Αντωνακέας ανακάλεσε στη μνήμη του τις ημέρες που η πρωτεύουσα ζούσε «περιμένοντας τους βαρβάρους»: «Ζήσαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα με κατήφεια. Μαθαίναμε από τις εφημερίδες την κάθοδο των Γερμανών. Στρυμόνας, Θερμοπύλες και τώρα εμείς». Στις 25 Απριλίου οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας είχαν γεμίσει από ατέλειωτες φάλαγγες βρετανικών οχημάτων με ταλαιπωρημένους στρατιώτες που έπαιρναν αργά τον δρόμο προς την Κόρινθο κάτω από μια «βροχή» λουλουδιών, τις επευφημίες των Αθηναίων, ευχές εκατέρωθεν για «καλή αντάμωση» και…υποσχέσεις από την πλευρά των Βρετανών.
Έγχρωμη φωτογραφία τραβήχτηκε στην Αθήνα, 3 Μαΐου 1941. Άνδρες της Βέρμαχτ
μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας, παρελαύνουν μαζί με ιταλούς στρατιώτες
μπροστά στον στρατηγό Wilhelm List, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη
Ο Μανώλης Γλέζος θυμάται: «Βλέπαμε τους Εγγλέζους να φεύγουν. Μας έλεγαν “Mια μάχη ήταν, τη χάσαμε, αλλά εσείς πρέπει να συνεχίσετε και θα σας δώσουμε την Κύπρο”. Έλεγαν στους στρατιώτες τους να μας λένε αυτό το πράγμα». Εν τω μεταξύ, στην πρωτεύουσα συνέρρεαν Έλληνες στρατιώτες, καταγόμενοι από τα νησιά και τη νότιο Ελλάδα, αναζητώντας εναγωνίως ένα μέσο επιστροφής στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ο Θανάσης Αναννίδης ανακαλεί στη μνήμη του αυτή την εικόνα: «Οι Έλληνες στρατιώτες μαζεύονταν στα καφενεία και προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να πάνε στα χωριά τους. Ήταν βρώμικοι, ελεεινοί και πεινασμένοι. Όλη η Αθήνα είχε γεμίσει. Ακόμη βλέπω στα μάτια μου τον πανικό των ανθρώπων αυτών και κυρίως των Κρητικών. Οι τελευταίοι φοβούνταν ότι, εξαιτίας της δράσης τους στο μέτωπο της Αλβανίας, οι Ιταλοί θα τους συλλάμβαναν όλους».
Μετά την εγκατάλειψη της γραμμής άμυνας των Θερμοπυλών από τα στρατεύματα του ΒΕΣ, οι γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις πλησίαζαν στην Αττική. Επικεφαλής της προέλασής τους ήταν ένα τάγμα αναγνώρισης με μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 26/27ης Απριλίου, κατά μήκος της οδού Σταδίου, περνούσαν τα τελευταία οχήματα των βρετανικών οπισθοφυλακών.
Οι πρώτες γερμανικές μονάδες διασχίζουν τη Βασιλίσσης Σοφίας.
Η νύχτα της κατοχής αρχίζει
Ο Ανδρέας Σταματόπουλος, ήταν αυτόπτης μάρτυρας: «Έτυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα με την οικογένειά μου όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Μέναμε στο ξενοδοχείο City Palace της οδού Σταδίου. Η νύκτα της 26/27 Απριλίου ήταν ένας αληθινός εφιάλτης, καθώς όλοι μας γνωρίζαμε ότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν φθάσει στα προάστια της πρωτεύουσας…Όταν ξημέρωσε, γύρω στις οκτώ, ένας θόρυβος μηχανής ακούστηκε από τον δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο. Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα που έφερε διπλωμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού μια κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα, πέρασε με ταχύτητα από την περιοχή της πλατείας Ομονοίας προς το Σύνταγμα. Ξαφνικά όλοι αισθανθήκαμε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μας. Είχαμε πλέον κατοχή!…».
Πράγματι στις 08.00 της Κυριακής, 27 Απριλίου 1941, μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ, εισήλθαν από τα βόρεια προάστια στην Αθήνα. Ο Νίκος Τσέρτος αντίκρισε τους πρώτους στην πλατεία Αμερικής: «Οδηγούσαν μοτοσικλέτες ΒΜW με το καλάθι και το πολυβόλο. Ακολουθούσαν ελαφρά τεθωρακισμένα, τα οποία είχαν στο καπώ στερεωμένη τη γερμανική σημαία για αναγνώριση».
Αθήνα, 1941, η σβάστικα και η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη
Ο καιρός ήταν μουντός, ανάλογος με τη διάθεση των Αθηναίων: «Έτυχε να είναι ημέρα συννεφιασμένη, ημέρα θλιβερή» θυμάται ο Ιωάννης Αντωνακέας.
«Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του, έχοντας κλειστά ακόμη και τα παράθυρα. Η Αθήνα ήταν μια έρημη πόλη και όχι βέβαια από φόβο, αλλά σαν ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρόνησης. Εγώ έχοντας την περιέργεια της ηλικίας μου (ήμουν μόλις 13 ετών) παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα από τις γρίλιες. Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος. Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα κατηφόριζε την Ακαδημίας και μπήκε στην πλατεία Κάνιγγος, που τότε είχε κυκλική κυκλοφορία. Έκανε στάση στην πλατεία…Οι Γερμανοί στρατιώτες ορμούσαν στις γύρω νεραντζιές, έκοβαν νεράντζια και τα έτρωγαν! Ποιος ξέρει γιατί έγινε αυτό, ίσως να τα πέρασαν για πορτοκάλια…» (Ιάκωβος Βαγιάκης).
Αναμνηστική φωτογραφία Γερμανών στρατιωτών μπροστά τον Παρθενώνα
Η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης, συνέχισε να παραμένει κλεισμένη στα σπίτια. Η Ελένη Φραγκιά, τομεάρχης της ΕΟΝ, θυμάται: «Η εντολή από την κεντρική διοίκηση της ΕΟΝ ήταν να τους δεχθούμε με τη σιωπή μας και να κλειστούμε στα σπίτια μας… Η Αθήνα ήταν νεκρή πόλη, δεν υπήρχε παράθυρο ανοικτό,
Υπάλληλοι της γερμανικής πρεσβείας
πανηγυρίζουν την άφιξη
των συμπατριωτών τους στην Αθήνα
άνθρωπος στο δρόμο.
Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Ακούσαμε μέσα από τα παράθυρα τη μπότα, το τανκ και τη μοτοσικλέτα του κατακτητή».
Ο Βασίλης Κουρουπός άκουγε τον ίδιο θόρυβο, κλεισμένος στο σπίτι του στου Ψυρρή: «Ακούγαμε τους Γερμανούς να κατεβαίνουν την Ερμού. Κλαίγαμε με κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες».
Ο αείμνηστος πολιτικός Λεωνίδας Κύρκος, στην τελευταία συνέντευξη του με τον συγγραφέα, περιγράφει το πρώτο άκουσμα των κατακτητών: «Κλειδωμένοι στα σπίτια, πίσω από τα παράθυρα ακούσαμε την μπότα των Γερμανών να χτυπά στον δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη ανάμνηση της κατοχής».
Ωστόσο, γερμανόφιλοι (όψιμοι ή μη), καθώς και μέλη της γερμανικής παροικίας, έσπευσαν να προϋπαντήσουν τους πρώτους Γερμανούς στρατιώτες. O νεαρός τότε Νικόλαος Παυλιόγλου αντίκρισε μια τέτοια σκηνή στην οδό Πανεπιστημίου: «Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, με ελάχιστο κόσμο. Υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι που χειροκροτούσαν, αλλά αυτοί ήταν γερμανικής καταγωγής».
Ο Νίκος Τσέρτος θυμάται μια σχεδόν άδεια οδό Πατησίων να «υποδέχεται» τους εισβολείς: «Στην Πατησίων έφθασαν από την Τατοΐου. Ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε χειροκροτήματα, ούτε τίποτα, εν αντιθέσει με το Παρίσι».
Nίκος Γιαννόπουλος,
ιστορικός


Αναδημοσίευση: mixanitouxronou.gr