Είναι βέβαια κι ότι ακόμη οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν είχαν πάρει
δώρο των Χριστουγέννων, μια που από τους δημόσιους υπάλληλους και τους
συνταξιούχους «έχουν κοπεί» τα δώρα με μνημονικούς νόμους.
Είναι όμως και τα προβλήματα των αγροτών που τους έβγαλαν στους
δρόμους να διαμαρτύρονται εδώ και τρεις βδομάδες. Καθώς και οι πληρωμές από τον
ΟΠΕΚΕΠΕ που γίνονται όπως γίνονται. Αλλά και οι κτηνοτρόφοι που κλαίνε
κυριολεκτικά τα ζώα τους που τα
δολοφόνησαν οι άνθρωποι του υπουργείου Γεωργικής ανάπτυξης λόγω ευλογιάς.
Όλα αυτά δικαιολογούν το βουβό πλήθος που κατακλύζει το εμπορικό
κέντρο. Και να μην υπάρχει, παρά τον αρκετό κόσμο που κυκλοφορεί, χαρούμενη
ατμόσφαιρα.
Σκεπτόμενος όλα αυτά Σάββατο βράδυ προσπάθησα να βρω στην τηλεόραση
κάποια μουσική εκπομπή. Όπως αυτής του Σπύρου Παπαδόπουλου στην πάλαι ποτέ ΝΕΤ
«Στην Υγεία μας», που έγινε μετά το λουκέτο της το 2013 στον Alpha στην «υγειά
βρε παιδία». Ως το τέλος της το 2021 στον ΣΚΑΙ.
Δεν βρήκα τίποτε. Μετά ανακάλυψα την συναυλία της Άννας Βίσση στο
κατάμεστο Καλλιμάρμαρο. Αυτό όμως ήταν κάτι έκτακτο, κι όχι μια
προγραμματισμένη κάθε βδομάδα εκπομπή. Δηλαδή κάθε Σάββατο δεν υπάρχει κάτι «να
διασκεδάσει τον κόσμο»; Μιλώ βεβαίως ΜΟΝΟ για τα πανελλαδικής εμβέλειας
τηλεοπτικά κανάλια.
Θυμάμαι πως τις εποχές που ο Σπύρος Παπαδόπουλος έκανε εκπομπές και
τύχαινε να την δούμε λέγαμε: «Πέρασα το Σαββατόβραδο σαν συνταξιούχος – ή αδιάθετος
- βλέποντας στην υγειά μας».
Ο Έλληνας δηλαδή πάσχει από κατάθλιψη. Και συμβάλει σ’ αυτή την
ψυχική κατάσταση και η τηλεόραση.
Ψάχνοντας το Ιντερνετ, βρηκα τις παρακάτω σκέψεις του Ψυχοθεραπευτή,
συγγραφέα και αστρολόγου Γιώργου Πανόπουλου. Ναι αυτός που ήταν αφηγητής στην
μίνι σειρά του Αντένα ο «πόλεμος των άστρων».
Το άρθρο του υπό τον τίτλο που χρησιμοποιώ και στο δικό μου κείμενο,
μια που συμφωνεί μαζί μου και θα έλεγα
πως το προσυπογράφω. Ο κ Πανόπουλος κάνει μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση πάνω στο
πρόβλημα που παρατήρησα.
Το αναδημοσιεύω γιατί αξίζει
να το διαβάσετε:
• • •
Ποτέ πριν από τα τελευταία χρόνια δεν είχα αισθανθεί μέχρι το κόκαλο το βάρος μιας διακυβέρνησης. Ένα γλοιώδες αίσθημα, ένα πάγο που καίει τα σωθικά, ένα χαλίκι στο παπούτσι που δεν σε αφήνει να ξεχαστείς ούτε στιγμή. Μια αγωνία που κοιμάσαι και ξυπνάς μαζί της και εμφιλοχωρεί στη σχέση με τον εαυτό σου και μετά απλώνεται σαν μουτζούρα σε όλες τις σχέσεις σου. Το έβλεπα στις ταινίες, στα βιβλία, σε εποχές υπαρξιακής κρίσης.
Όπως στη δεκαετία του ’30.
Πριν γεμίσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης άδειασε πρώτα το νόημα. Η κατάρρευση
του ’29, η ανεργία, οι ουρές στα συσσίτια έμαθαν τους ανθρώπους να φοβούνται
την ελευθερία περισσότερο από την υποταγή. Δεν παραδόθηκαν στο ναζισμό επειδή
πείστηκαν αλλά επειδή εξαντλήθηκαν. Η εξάντληση είναι το πιο
υποτιμημένο πολιτικό εργαλείο των καθεστώτων. Όταν δεν έχεις πια δύναμη να
διαφωνήσεις, αποδέχεσαι ακόμη και αυτό που σε πληγώνει, αρκεί να τελειώσει η
ένταση.
Κι ύστερα στη δεκαετία του
’50, ο φόβος έγινε παγκόσμιος και αόρατος. Ο κόσμος ζούσε κάτω από τη σκιά της
Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, με τον πυρηνικό όλεθρο να αιωρείται σαν μόνιμη
πιθανότητα. Οι άνθρωποι έχτιζαν προάστια και καταφύγια και γέμιζαν τα ψυγεία με
τρόφιμα, ενώ τα παιδιά στα σχολεία μάθαιναν πώς να κρύβονται κάτω από τα θρανία
σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης.
Και στις ανατολικοευρωπαϊκές
χώρες, στα χρόνια του τρόμου στη δεκαετία του 70, ο κομμουνισμός δεν χρειαζόταν
μεγάλες απειλές. Ένα χτύπημα στην πόρτα τη νύχτα, μια ανάκριση χωρίς
κατηγορητήριο, μια εξαφάνιση χωρίς ίχνος ήταν αρκετά. Δεν ήξερες ποιος σε
κατέδωσε, τι είπες λάθος, ποια σκέψη σου κρίθηκε επικίνδυνη. Η ενοχή δεν
χρειαζόταν απόδειξη. Ο φόβος εγκαταστάθηκε μέσα στους ανθρώπους που έμαθαν να
μιλάνε με χαμηλή φωνή.
Και τώρα η κατάρρευση της
Δύσης σταδιακή αρχικά στη δεκαετία του 2010 και τώρα ραγδαία. Στην
Ελλάδα ζούμε μια πτώση που δεν καταλήγει στο έδαφος για να τελειώνει η αναμονή
του τέλους. Περπατάω στους δρόμους και μυρίζω θυμό και παραίτηση. Όπως σε ένα
όνειρο που περπατάς σε τεντωμένο σχοινί και ανακαλύπτεις στη μέση ότι δεν
υπάρχει σκοινί. Ένας τρόμος αμίλητος. «Τα συναισθήματα που κυριαρχούν στον
ύστερο καπιταλισμό», λέει ο Βρετανός ντοκιμαντερίστας Άνταμ Κέρτις «είναι ο
φόβος και ο κυνισμός».
Στους δρόμους του κέντρου,
στις πόρτες κλειστών μαγαζιών, σε στοές, έξω από σούπερμάρκετ και τράπεζες πάνω
σε πανιά και χαρτόνια, ζητιάνοι και πρόσφυγες με τα παιδιά τους σε κοιτάζουν με
μάτια από αγιογραφίες: βλέμματα που περνάνε μέσα από το σώμα σου, πέρα από
σένα, το δώρα που δεν ήρθε, ο άνθρωπος που δεν γεννήθηκε ακόμα.
Το 2024 συνταγογραφήθηκαν
στην Ελλάδα 28 εκατομμύρια συσκευασίες φαρμάκων για νοσήματα ψυχικής υγείας που
έλαβαν 1,6 εκατομμύρια ασφαλισμένοι. «Αντί να δεχόμαστε την ψυχική οδύνη ως
ατομική υπόθεση, αντί να αποδεχόμαστε την τεράστια ιδιωτικοποίηση του άγχους,
θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το πώς έχει γίνει κοινός τόπος το ότι τόσοι
άνθρωποι και ειδικά τόσοι πολλοί νέοι ασθενούν. Η «επιδημία ψυχικής
υγείας» στις καπιταλιστικές κοινωνίες θα έπρεπε να μας δείχνει ότι ο
καπιταλισμός όχι μόνο δεν αποτελεί το μόνο λειτουργικό σύστημα αλλά είναι
εγγενώς δυσλειτουργικός.» έχει γράψει ο Μαρκ Φίσερ, Άγγλος συγγραφέας και
φιλόσοφος.
Δεν είναι μια κακοδαιμονία
αυτό που ζούμε, δεν είναι μια συλλογική ψύχωση. Είναι το ορατό και αόρατο
αποτέλεσμα μιας κυβέρνησης που λειτουργεί σαν πληρωμένος δολοφόνος που κάνει τη
δουλειά του, που δημιουργεί συνεχώς εξαιρέσεις: αυτοί κι εμείς. Αυτοί που
έχουν, εμείς που δεν έχουμε. Εμείς που δεν τους νοιάζουμε.
Μια εξουσία που δεν
χρειάζεται να τρομοκρατεί ανοιχτά, γιατί έχει καταφέρει κάτι καλύτερο: να
απονευρώσει, να κάνει τον φόβο χαμηλής έντασης ένα βουητό που δεν σταματάει
ποτέ- που παράγει παραλυτική απάθεια. Μια κυβέρνηση που μας αφήνει να ζούμε σαν
ποντίκια σε ένα διεστραμμένο εργαστήριο μέτρησης της αντοχής. Όλα συνεχίζουν να
λειτουργούν και μέσα σου τίποτα. Όσο λιγότερο λειτουργείς εσύ, τόσο πιο
ικανοποιημένη εκείνη. Δεν ζητάει υπακοή, ζητάει προσαρμογή. Δεν απαιτεί σιωπή,
τη γεννάει.
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι
όσα επιβάλλονται από τα πάνω, αλλά όσα περνάνε χωρίς να χρειαστεί να
επιβληθούν. Η εξουσία δεν εμφανίζεται ως βία αλλά ως ρουτίνα, ως διοικητική
λεπτομέρεια.. Μαθαίνεις να ζεις με το λίγο, με το στρεβλό, με το άτιμο, όχι
επειδή πείστηκες, αλλά γιατί κουράστηκες να προσπαθείς. Το «δεν γίνεται αλλιώς»
εκθειάζεται ως ωριμότητα, ρεαλισμός, ως ενηλικίωση, ως δυτικός πολιτισμός. Όποιος
αντιδρά είναι παλιακός, υπερβολικός, αφελής, συναισθηματικός· όποιος αντέχει
είναι σοβαρός, εκσυγχρονιστής, συντονισμένος με την εποχή. Η αναισθησία
βαφτίζεται ψυχραιμία και η παραίτηση σύνεση. Δεν απαγορεύεται η σκέψη αλλά μια
στρατιά κυβερνητικών τρολ, πρόθυμων σχολιαστών και εξαρτημένων μέσων την
κανιβαλίζει, την εξευτελίζει, την γελοιοποιεί. Δεν χρειάζεται να
φιμώσεις τη φωνή κάποιου που πνίγεται, όταν μπορείς να τη βυθίσεις σε μια
θάλασσα ανοησίας, πληρωμένων μέσων και ανελέητης προπαγάνδας. Και τότε η
αλήθεια γίνεται γκρίνια, η διαφωνία δυσανεξία, η κριτική απειλή για τη
σταθερότητα. Η επιτυχία τους συνίσταται στο γεγονός ότι έχουν κάνει
ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών μέσω της συνεχούς προπαγάνδας του τρόμου να
νιώθει ασφάλεια με την υποταγή του.
Η εκτροπή, η διάλυση των
θεσμών, η κατάρρευση της δικαιοσύνης, το κουρέλιασμα της Δημοκρατίας, το «σου
το επιβάλλω, το ακολουθείς» είναι η νέα μέθοδος διακυβέρνησης. Όσο την
ανεχόμαστε στο όνομα της ησυχίας, της ανάπτυξης ή της «κανονικότητας», τόσο
βαθαίνει μέσα μας αυτό που δεν φαίνεται: η αργή, «πολιτισμένη» απώλεια της
ελευθερίας. Με διαλυμένα συνδικάτα και ανύπαρκτο συνδικαλισμό όλες οι
διεκδικήσεις θρυμματίζονται και μετατρέπονται σε τμηματικές δυσαρέσκειες. Πιο
απλά: ο καθένας ζητάει κάτι για τον εαυτό του και την ομάδα του αδιαφορώντας
για τους άλλους με αποτέλεσμα να μην έχουμε γενικευμένη κινητοποίηση σε
οτιδήποτε αλλά εστίες γκρίνιας . Ο ένας ενταντίον του άλλου κι ό,τι «αρπάξει ο
καθένας».
Σε αυτή την έρημο, τα
ονόματα παύουν να έχουν σημασία. Όπως στον Κάφκα, δεν κυβερνούν πρόσωπα αλλά
αρχικά. Ο Μητσοτάκης είναι ο Μ., όχι για να προστατευθεί αλλά γιατί είναι
αντικαταστάσιμος. Αν αύριο αλλάξει, ο μηχανισμός θα συνεχίσει να λειτουργεί
ακριβώς το ίδιο. Αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι η βούληση ενός ανθρώπου,
αλλά ένας αόρατος τροχός: ένας μηχανισμός που γυρίζει ασταμάτητα και κόβει ό,τι
ζωντανό προεξέχει από την κοινωνία. Κόβει την αμφιβολία, την αντίρρηση, την
αξιοπρέπεια, την ίδια την ανάγκη για νόημα. Και το κάνει χωρίς θόρυβο, χωρίς
πάθος, χωρίς μίσος με την ψυχρότητα μιας διοικητικής πράξης. Στο καφκικό αυτό
καθεστώς, δεν ξέρεις ποιος αποφάσισε τι, πότε, με ποια αρμοδιότητα. Ξέρεις μόνο
ότι κάτι απορρίφθηκε, κάτι ακυρώθηκε, κάτι δεν εγκρίθηκε, κάτι αρπάχτηκε, κάτι
λεηλατήθηκε. Κι εσύ συνεχίζεις να ζεις μέσα σε έναν κόσμο που λειτουργεί όπως
συνήθως, ενώ η ζωή δύει.
Όσο δεν προσαρμοζόμαστε ολοκληρωτικά δεν είμαστε καταδικασμένοι. Οι αυταρχικές κυβερνήσεις δεν
φοβόνται την οργή αλλά την άρνηση. Την άρνηση να μιλήσεις με τη γλώσσα της, να
σκεφτείς με τις ιδέες της, να μετρήσεις τη ζωή με τους δείκτες της. Όπως
στο Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι, που σε μια κοινωνία που
καίει τα βιβλία, που πολλοί αποδέχονται σιωπηλά την καταστροφή τους και
δέχονται να ζήσουν χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς μνήμη χωρίς συνείδηση υπάρχουν
κάποιοι άνθρωποι που αποσύρονται μακριά στα δάση και επαναλαμβάνουν απέξω τα
μεγάλα βιβλία που έκαναν τον κόσμο ανθρώπινο, για να μη χαθεί. Έτσι κι εμείς,
μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη και τη γνώση, να επιμείνουμε ακόμα κι
όταν όλα μας λένε «παραδόσου». Αυτή η πίστη και επιμονή στην ανθρωπινότητά μας
είναι ο εφιάλτης κάθε καφκικού συστήματος.
Αναδημοσίευση: gpanleo.substack.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου