Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Μια διαφορετική φωνή από
τα έδρανα της αντιπολίτευσης



Με την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Παπακώστα - Σιδηροπούλου , δε συμφωνώ συχνά, αλλά αποδεικνύεται μια συνετή φωνή της αντιπολίτευσης όπως δείχνουν τα παρακάτω άρθρα που δημοσίευσε στην σελίδα του ΑΠΕ στις 28 Μαϊου το 1ο για τον Κ. Καραμανλή και τη Μέρκελ. Κάτι αντίστοιχο δεν έχει γραφτεί από βουλευτη του ΠΑΣΟΚ, αλλά τι λέω τον έχουν αποκηρύξει όλοι τους.
Σχεδόν ένα μήνα μετά (24 Ιουνίου) ανέβηκε και πάλι στο ΑΠΕ το άλλο κείμενο που έγραψε η κ Παπακώστα, για τον Σίσυφο, τον Προκρούστη και τα Ελληνικά ΑΕΙ. Και προτάσεις γι΄ αυτά χωρίς.
Διαβάζοντας τα παρακάτω κείμενα, αυθόρμητα μου βγήκε ένα «Μπράβο Κατερίνα». Έτσι στον ενικό μια που βλέπω πως στα κείμενα βγάζει μια ειλικρίνεια χωρίς πολικαντισμό που μας συνήθισαν πολιτικοί απ’ όλους τους χώρους όταν εκθέτουν τις απόψεις τους.
* * *
Αν ζούσε ο Κ. Καραμανλής, τι θα έλεγε στην Α. Μέρκελ;
Η ελληνική ένταξη στην ΕΟΚ τον Μάιο του 1979 υπήρξε το αποτέλεσμα μιας τιτάνιας προσπάθειας της Ελλάδος, αλλά ταυτόχρονα και η υλοποίηση μιας ιδέας του Έθνους που κυοφορείτο από την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
 Αν κανείς θελήσει, σήμερα, να δει ποια ήταν τα κίνητρα των Εννέα χωρών, ώστε να κάνουν δεκτή την ένταξη της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, σε συνδυασμό με την ελληνική στρατηγική αλλά και την δική τους, θα διαπιστώσει ότι η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ ήταν κορυφαίο εργαλείο για την εδραίωση της Δημοκρατίας στην Χώρα, όπως ορθά το έβλεπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ισορροπούσε τις σχέσεις με τους δυτικούς αλλά και τους ανατολικούς, διότι έβαζε την Ελλάδα σε στρατηγική θέση στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια και διότι δημιούργησε την ευρωπαϊκή ταυτότητα της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η έκπληξη όμως είναι, ότι η ένταξη της Ελλάδος υπήρξε για την ίδια την Ευρώπη κορυφαίο γεγονός, το οποίο δεν έχουμε συνειδητοποιήσει. Δηλαδή εκείνη την εποχή, η ΕΟΚ ήταν μπροστά στην διεθνή οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα των διαφωνιών των Ευρωπαίων με τους Αμερικανούς από την ανυπαρξία ενός ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος. Ακριβώς σε αυτό το χρονικό σημείο, η ελληνική Μεταπολίτευση αποτελούσε για την ενωμένη Ευρώπη μία σημαντική ευκαιρία, αφού ισορροπούσε τις ελλείψεις της με τον «θρίαμβο της Δημοκρατίας στην νότια Ευρώπη».
Ο Καραμανλής το αντιλήφθηκε και το αξιοποίησε, αφού η Ελλάδα ανταπέδιδε στην Ευρώπη το μοναδικό θετικό νέο εκείνης της άχαρης περιόδου, δηλαδή την δυνατότητα η Ευρώπη να εμφανιστεί ως φάρος σε διεθνές επίπεδο. Είναι λοιπόν ανοησία να ισχυριζόμαστε σήμερα, πως μία «μικρή» χώρα δεν μπορεί να επηρεάσει ? και άρα υποτάσσεται στην μοίρα της. Ο Καραμανλής με την πολιτική και την στρατηγική του απέδειξε, πως μία «μικρή» χώρα μπορεί να παράγει θετικές εξελίξεις και πως οι «μεγάλες» χώρες ανταποκρίνονται στην θετική πολιτική μιας «μικρής» χώρας.
Στην ιστορική ομιλία του, ο κορυφαίος πολιτικός του 20ου αιώνα, ως προφήτης, λέει: «Η ενοποίηση της Ευρώπης- θα είναι το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός στην ιστορία της Ηπείρου μας. Θα εξισορροπήσει τον συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο, θα κατοχυρώσει την ανεξαρτησία και θα συμβάλλει στην εμπέδωση της παγκόσμιας τάξεως και ειρήνης.» Ορίζει την προστιθέμενη αξία τα Χώρας , την οποία να σημειώσω φροντίζουμε να απομειώνουμε με τις πράξεις και τα λόγια μας, ο πολιτικός κόσμος: «Η Ελλάς είναι ο ακρίτας των ευρωπαϊκών συνόρων και ο μεσογειακός εξώστης της κοινής αγοράς. Με το εγκατεστημένο σε όλες τις Ηπείρους ανθρώπινο δυναμικό της και την ναυτιλιακή της δύναμη, μπορεί να συμβάλλει στην προβολή της Ευρωπαϊκής ιδέας.»
Τονίζει με έμφαση στους Ευρωπαίους ότι αν τα Βαλκάνια εθεωρούντο η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, η Ευρώπη ήταν η πυριτιδαποθήκη του κόσμου, αποδεικνύοντας ότι η Ευρώπη, από θέατρο μεγάλων συγκρούσεων, ενωμένη μετατρέπεται σε χώρο ειρήνης, ανάπτυξης και προόδου. Για δε το φαινόμενο της βίας και της τρομοκρατίας, από τότε είχε επισημάνει ότι η καθολική και έντονη ανησυχία των λαών της Ευρώπης από τον κίνδυνο της παρακμής, εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές, από το άγχος μέχρι και την βία, γιατί ο άνθρωπος θέλει να απομακρυνθεί από ένα τρόπο ζωής και αναζητεί καινούργιο.
Ταυτόχρονα επισημαίνει την στασιμότητα στην παραγωγή πολιτικής σκέψης, αφού παραθέτει τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη, ώστε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι τα πολιτειακά και τα πολιτικά προβλήματα παραμένουν ίδια. Άρα χρειάζεται εκσυγχρονισμός της Δημοκρατίας με πρωταρχική αξία την αρετή του πολίτη, κατά τον Αριστοτέλη, όπου οι βασικές αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης θεμελιώνονται πάνω στην υπευθυνότητά του, ο ίδιος περιορίζει την κατάχρηση της ελευθερίας του και εγγυάται την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Τώρα, στο εσωτερικό της Χώρας, ο Καραμανλής αφήνει ως ισχυρή παρακαταθήκη στην παράταξη που ίδρυσε, την Νέα Δημοκρατία, την σχολή σκέψης που υπηρετεί, ότι δηλαδή η σύγχυση ιδεών, ο ευδαιμονισμός, μαζί με τον στυγνό ορθολογισμό που αγνοεί τον Άνθρωπο σαν σκοπό της κοινωνικής συμβίωσης, έχουν παραμορφώσει το πολιτιστικό πρότυπο. Συμβουλεύει δε, ότι η επιβίωση του πολιτισμού και της Δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την αναμόρφωση των θεσμών και την επανασύνδεση του ορθολογισμού με τον συναισθηματισμό. Αν ζούσε ο Καραμανλής, θα συμβούλευε με αυστηρότητα την παράταξή του να οργανώσει την οικονομία γύρω από τον Άνθρωπο, αντί τον Άνθρωπο γύρω από την οικονομία.
 Αν ζούσε σήμερα, ο Καραμανλής θα έλεγε στην Ευρώπη και ιδίως στην Καγκελάριο Μέρκελ ότι η βούληση για ενοποίηση της Ευρώπης πρέπει να προσλάβει συγκεκριμένη και οριστική μορφή για να ανακτηθεί ο χρόνος που χάθηκε. Θα της θύμιζε, σε σχέση με το ζήτημα του ελληνικού χρέους, ότι έχουμε εμπιστοσύνη και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, έχουμε την απόφαση να είμαστε όλοι Ευρωπαίοι, όπως θα έλεγε Τσώρτσιλ, και είμαστε όλοι Έλληνες, όπως θα έλεγε Στένλεϋ, και θα πρόσθετε λιτά και αποφασιστικά πως η στασιμότητα είναι η χειρότερη λύση.
 Παράλληλα θα έλεγε με ευθύτητα στην Άγκελα Μέρκελ και κοιτώντας την βαθιά στα μάτια ότι οι Έλληνες διδαχτήκαμε από τον κλασσικό Ελληνισμό ότι «χαλεπά τα καλά», ότι ζητούμε την κατανόηση των συνεταίρων μας, για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και ότι έφτασε ο καιρός, ο Ευρωπαίος Φάουστ να επιχειρήσει νέο ταξίδι στην χώρα του μέτρου και της ισορροπίας, για να γεννήσει τον Ευφορίωνα, φτάνει να μην θέτουμε σαν πρωταρχικό σκοπό της ένωσης της Ευρώπης την υλική ευημερία.
 Αν ζούσε ο Καραμανλής, θα έλεγε στην Άγκελα Μέρκελ ότι η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στις διεθνείς της «υποχρεώσεις», αγοράζει όπλα και διαθέτει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε διεθνείς αποστολές, εν μέσω χρέους. Πρόκειται για όπλα και υπηρεσίες που προσφέρονται για χρήση σε διεθνείς εκστρατείες, για τις οποίες η Ελλάδα δαπανά σημαντικά ποσά. Για παράδειγμα, διπλωματικές πηγές μιλούν για 200 εκατ. ευρώ το χρόνο, αναδεικνύοντας έτσι την συμβολή μας σε αυτού του είδους τις διεθνείς υποχρεώσεις.
 Αν ζούσε ο Καραμανλής, θα έλεγε στην Άγκελα Μέρκελ ότι μετά το Brexit, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να επωμιστεί το κόστος της άρνησης πληρωμής εισφοράς της Μεγάλης Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ούτε πρέπει να μειωθούν οι πόροι της από τα κοινοτικά ταμεία για αυτόν τον λόγο. Αλλιώς, ας πληρώσει η Μεγάλη Βρετανία εις είδος, με την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, άρα στην Ευρώπη, αφού αποτελούν μέρος την Ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομίας.
 Αν ζούσε ο Καραμανλής, είμαι απολύτως βέβαιη ότι αξιολογώντας την σημερινή πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδος, δεν θα θεωρούσε πια αρκετή την ίδια του την ιστορική δήλωση, σύμφωνα με την οποία «η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο φρενοκομείο»

Ο Σίσυφος, ο Προκρούστης και τα Ελληνικά ΑΕΙ
Οι πρόσφατες εξελίξεις όπως και οι επικείμενες αλλαγές στον χώρο της Παιδείας, και ιδίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έχουν ανοίξει μεταξύ άλλων μία συζήτηση γύρω από την ποιότητα των Ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι εργάζονται στο εξωτερικό, διαπρέπουν με την μόρφωση και την εκπαίδευση που απέκτησαν σε Ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια. Πολλοί εξ αυτών είναι μέλη διεθνών ερευνητικών ομάδων υψηλού κύρους, άλλοι έχουν λαμπρή επαγγελματική πορεία σε άλλους τομείς, έχοντας ως βάση, την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση.
Τα Ελληνικά πανεπιστήμια λαμβάνουν, επιπλέον, διακριτές θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις των κορυφαίων ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, ο διεθνής πίνακας της QS World University Rankings, συμπεριλαμβάνει 6 Ελληνικά ιδρύματα μεταξύ των 959 κορυφαίων πανεπιστήμιων εκ των 4.438 που εξετάστηκαν. Αξίζει ειδική αναφορά στο γεγονός, πως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο κατατάσσεται ανάμεσα στα 400 καλύτερα πανεπιστήμια, ενώ το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης βρίσκεται μεταξύ των 200 κορυφαίων σε 5 από τα 39 θεματικά-επιστημονικά πεδία στα οποία βαθμολογήθηκε.
Μία άλλη έρευνα, αυτή της Webometrics κατατάσσει το Αριστοτέλειο στην 248η και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στην 270η θέση διεθνώς, μεταξύ των περίπου 20.000 ιδρυμάτων που εξετάστηκαν. Παράλληλα, ο διεθνής οργανισμός Times Higher Education ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα πως το Πανεπιστήμιο της Κρήτης κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων 200 ιδρυμάτων της Ευρώπης και μεταξύ των κορυφαίων 350 παγκοσμίως. Η ίδια κατάταξη συμπεριλαμβάνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο μεταξύ των κορυφαίων 250 ιδρυμάτων πανευρωπαϊκά και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμια Αθηνών μεταξύ των κορυφαίων 300.
Ωστόσο, το 2017, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, τα Ελληνικά ιδρύματα δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την θέση τους στους διεθνείς πίνακες κατάταξης, αντιθέτως, σημείωσαν πτώση. Η πτώση αυτή οφείλεται κυρίως στην αδυναμία των Ελληνικών πανεπιστημίων να προσεγγίσουν νέους ερευνητές από το εξωτερικό και επιπλέον, στην μειωμένη αναλογία των διεθνών καθηγητών, αφού σε κάποια πανεπιστήμια είναι πλέον μηδενική. Δίχως την δυνατότητα εξασφάλισης των απαραίτητων πόρων, είναι αδύνατη η προσέλκυση διεθνών ερευνητών για την διεξαγωγή σημαντικών ερευνητικών προγραμμάτων.
Ερευνητές, οι οποίοι εξετάζουν την ποιότητα των πανεπιστημίων διεθνώς, παρατηρούν, πως το έργο των Ελληνικών ιδρυμάτων δεν προβάλλεται στον βαθμό που του αναλογεί. Αυτό ισχύει παρόλο που σε ότι αφορά την αναγνωσιμότητα και τον αντίκτυπο των ΑΕΙ, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο λαμβάνει 136η θέση επί των 150 κορυφαίων Πανεπιστημίων, ενώ τα Πανεπιστήμια Πατρών και Κρήτης, στην ίδια κατηγορία ανήκουν διεθνώς στα κορυφαία 300 ιδρύματα.
Συνεπώς, παρόλο που τα Ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν, πλέον, πενιχρά οικονομικά εφόδια, συνεχίζουν να παράγουν σημαντικό επιστημονικό έργο. Ενώ ο μέσος όρος δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη στα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης κυμαίνεται στο 2% του ΑΕΠ, στην Χώρα μας, οι δαπάνες φτάνουν μόλις το 1,24% του ΑΕΠ* . Άρα, τα μέσα και τα εργαλεία που διατίθενται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της Ελλάδος υστερούν σημαντικά σε σχέση με την χρηματοδότηση που λαμβάνουν άλλες χώρες, πράγμα που δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού σε βάρος των Ελληνικών ΑΕΙ.
Πρέπει να καταστεί σαφές πως τα επίπεδα επένδυσης καθορίζουν την πρόοδο των πανεπιστημίων. Τα κράτη που μεριμνούν για την στοχευμένη χρηματοδότηση της έρευνας και της επιστημονικής εργασίας, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε από δημόσιες επιχορηγήσεις είτε από δωρεές, σημειώνουν άνοδο στους σχετικούς πίνακες. Αντίθετα, όπου πραγματοποιούνται περικοπές, τα πανεπιστήμια εξασθενούν ποιοτικά.
Η ουσία δεν βρίσκεται στην θέση κατάταξης σε κάποιον διεθνή πίνακα, παρά στην παραγωγή επιστημονικού και ερευνητικού έργου, στην εκπαίδευση νέων επιστημόνων και στην προσέλκυση επιστημόνων από το εξωτερικό και την δυνατότητα διεξαγωγής επιστημονικών προγραμμάτων. Με αυτό τον τρόπο στηρίζεται η επιστημονική κοινότητα και κατ’ επέκτασιν και η οικονομία.
Άρα, η Ελληνική πολιτεία και το αρμόδιο Υπουργείο οφείλουν να επεξεργαστούν ένα συμφωνημένο σχέδιο για την ποιοτική αναβάθμιση των Ελληνικών πανεπιστημίων. Η ισχύουσα υποχρηματοδότηση αδικεί το επιστημονικό τους έργο όπως και την δυνατότητα αναβάθμισής του, την οποία είναι σε θέση να πετύχει στο ακέραιο το επιστημονικό και ακαδημαϊκό προσωπικό της Χώρας. Το αναγκαίο Εθνικό σχέδιο, πρέπει να εμπεριέχει τρόπους αύξησης της χρηματοδότησης της έρευνας και της προώθησής της.
Οι αρχαίοι Έλληνες, στο πρόσωπο του Σισύφου είχαν προσωποποιήσει τον απελέκητο άνθρωπο, στο δε πρόσωπο του Προκρούστη είχαν προσωποποιήσει τον δογματικό άνθρωπο, ο όποιος κρίνει τα πάντα με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Επειδή τους απωθούσε κάθε είδους δογματισμός, έστειλαν τον Θησέα, για να τους αντιμετωπίσει, ως σύμβολο ατομικής ελευθερίας του ανθρώπου. Ας μην λειτουργήσει ο πολιτικός κόσμος ούτε ως Σίσυφος αλλά και ούτε ως Προκρούστης, σε ότι αφορά στο θέμα της αναγκαίας ποιοτικής αναβάθμισης των Ελληνικών ΑΕΙ. Ας λειτουργήσουμε όλοι ως Θησέας, απελευθερώνοντας από δογματισμούς και από μεμψιμοιρίες την πολιτική μας ατζέντα, στον νευραλγικό αυτό τομέα.
Πρέπει να υπάρξει ταύτιση του συνόλου των πολιτικών κομμάτων, ώστε εφεξής ο μέσος όρος δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη να κυμαίνεται τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ, δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ανεξαρτήτως του πολιτικού χρώματος που θα έχει η Κυβέρνηση. Σε αυτό θα πρέπει να υπάρξει δέσμευση όλων ως θέση Αρχής ? Ευαγγέλιο, την οποία θα δεσμευτούμε να τηρούμε άπαντες, δίχως «ναι μεν, αλλά?.».
* Σύμφωνα με τα ευρήματα της QS.


Αναδημοσίευση: amna.gr και εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου