Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Η μοντέρνα τέχνη ως «όπλο» της CIA

Για δεκαετίες στους καλλιτεχνικούς κύκλους υπήρχε είτε ως φήμη είτε ως αστείο, αλλά πλέον επιβεβαιώθηκε ως γεγονός. Το Central Intelligence Agency (CIA) χρησιμοποίησε την Αμερικάνικη σύγχρονη τέχνη – συμπεριλαμβανομένων των έργων αρκετών καλλιτεχνών, όπως οι Jackson Pollock, Robert Motherwell, Willemde Kooning και Mark Rothko- ως ένα όπλο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Κατά τον τρόπο που μόνον ένας  αναγεννησιακός πρίγκιπας θα μπορούσε να δράσει- εξαιρουμένου του γεγονότος ότι έδρασε κρυφά- η CIA υιοθέτησε και προώθησε την Αμερικάνικη Αφηρημένη Εξπρεσιονιστική ζωγραφική μέθοδο ανά τον κόσμο για περισσότερα από 20 χρόνια.

• • •

Η σύνδεση φαντάζει μη αληθοφανής. Υπήρξε μια περίοδος, κατά τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 αντιστοίχως, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικάνων δυσαναχετούσε ή ακόμη απεχθάνονταν τη μοντέρνα τέχνη- ο Πρόεδρος Truman συμπεριέλαβε την διάσημη άποψη όταν είπε: «Εάν αυτό είναι τέχνη, τότε είμαι ένας Hottentot». Όσον αφορά τους ίδιους τους καλλιτέχνες, πολλοί εξ αυτών υπήρξαν πρώην κομμουνιστές ελάχιστα αποδεκτοί στην Αμερική μιας εποχής όπου βασίλευε ο Μακαρθισμός, και σίγουρα όχι από το είδος των ανθρώπων που θα μπορούσαν πιθανώς σε φυσιολογικές καταστάσεις να λαμβάνουν την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Για ποιο λόγο η CIA τους υποστήριξε; Επειδή στον προπαγανδιστικό πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, αυτό το νέο καλλιτεχνικό κίνημα θα μπορούσε να ιδωθεί ως απόδειξη της δημιουργικότητας, της διανοητικής ελευθερίας, και της πολιτιστικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ρώσικη τέχνη, διαπλεκόμενη μέσα στον κομμουνιστικό ιδεολογικό ζουρλομανδύα, δεν μπορούσε να αποτελέσει πιθανό ανταγωνιστή.

Η ύπαρξη αυτής της τακτικής, μολονότι φημολογούνταν και αμφισβητούνταν για πολλά χρόνια, τώρα πια έχει επιβεβαιωθεί για πρώτη φορά από πρώην επίσημα στελέχη της CIA. Άγνωστη για τους καλλιτέχνες, η νέα Αμερικάνικη τέχνη προωθήθηκε κρυφά υπό τη σκιά μιας πολιτικής, γνωστής ως «longleash»- συμφωνίες παρόμοιες κατά κάποιον τρόπο με την έμμεση χρηματοδοτική υποστήριξη της CIA από την εφημερίδα Encounter, εκδοθείσα από τον Stephen Spender.

Η απόφαση να συμπεριληφθεί τέχνη και κουλτούρα στο οπλοστάσιο της Αμερικανικής εκδοχής του Ψυχρού Πολέμου ελήφθη μόλις η CIA ιδρύθηκε το 1947. Δυσαρεστημένοι από την ελκυστικότητα που είχε ακόμη κομμουνισμός για πολλούς διανοητές και καλλιτέχνες της Δύσης, η νέα αυτή υπηρεσία συνέστησε μια νέα συνομοταξία, το Propaganda Assets Inventory, το οποίο στο απόγειο του μπορούσε να επηρεάσει περισσότερες από 800 εφημερίδες, περιοδικά και δημόσιους οργανισμούς πληροφόρησης. Χάριν αστεϊσμού ανέφεραν ότι επρόκειτο για ένα Wurlitzer jukebox: Όταν η CIA πατούσε ένα κουμπί, μπορούσε να ακούσει οποιονδήποτε τόνο επιθυμούσε να παίζει ανά τον κόσμο.

Το επόμενο βήμα-κλειδί έφτασε τη δεκαετία του ΄50, όταν το International Organisations Division (IOD) οργανώθηκε υπό τον Tom Braden. Ήταν το γραφείο που επιχορήγησε την εκδοχή κινουμένων σχεδίων του βιβλίου του George Orwell, «Η φάρμα των ζώων», το οποίο αποτέλεσε και χορηγό Αμερικάνων καλλιτεχνών της Τζαζ, ρεσιτάλ όπερας, του προγράμματος της διεθνούς περιοδείας της Boston Symphony Orchestra. Οι πράκτορες της τοποθετήθηκαν στη βιομηχανία ταινιών, στις διαφημίσεις σπιτιών, ακόμη και ως ταξιδιώτες συγγραφείς για τους εορταστικούς οδηγούς Fodor. Και, τώρα γνωρίζουμε, ότι προώθησε το αναρχικό avant-garde κίνημα της Αμερικής, τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό.

Αρχικά, περισσότερο ανοιχτές προσπάθειες έλαβαν χώρα για να στηρίξουν τη νέα Αμερικάνικη τέχνη. Το 1947 το State Department οργάνωσε και πλήρωσε για μια τύπου περιοδείας διεθνή έκθεση με τίτλο “Advancing American Art”, με σκοπό να αντικρούσουν τις σοβιετικές συστάσεις που ανέφεραν την Αμερική ως μια πολιτιστική έρημο. Ωστόσο, το show προκάλεσε έκτροπα στην πατρίδα, τα οποία προτρέποντας τον Truman να προβεί στην τοποθέτηση- ρήση περί Hottentot και έναν στριφνό πολιτικό του Κογκρέσου να διακηρύξει το εξής: «Είμαι απλώς ένας αδαής Αμερικάνος που πληρώνει φόρους γι’ αυτό το είδος σκουπιδιών». Η περιοδεία έπρεπε να ακυρωθεί.

Η Αμερικάνικη κυβέρνηση πλέον αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Αυτός ο Φιλισταιισμός, συνδυασμένος με τις υστερικές καταγγελίες του Joseph Mac Carthy περί των όσων θεωρούνταν avant-garde ή ανορθόδοξα, υπήρξε βαθύτατα ενοχλητικός. Το γεγονός αυτό υποβάθμισε την ιδέα ότι η Αμερική ήταν μια ραφιναρισμένη, πολιτιστικά πλούσια δημοκρατία. Επίσης απέτρεψε την Αμερικάνικη κυβέρνηση από το να εδραιώσει την «βάρδια»  μιας πολιτιστικής υπεροχής από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη από τη δεκαετία του 1930. Για να διαλευκάνει αυτό το δίλημμα, η CIA μπήκε στο παιχνίδι.

Η σύνδεση δεν είναι τόσο παράταιρη όσο πιθανώς μοιάζει. Τον καιρό εκείνο η καινούργια αυτή υπηρεσία, η οποία επανδρώνονταν κυρίως από αποφοίτους εκ των Yaleκαι  Harvand, πολλοί εκ των οποίων τύγχαναν συλλέκτες τέχνης και έγραφαν νουβέλες στον ελεύθερο χρόνο τους, αποτελούσε έναν παράδεισο φιλελευθερισμού όταν τον συνέκρινε κανείς με έναν κόσμο πολιτικό, κυριαρχούμενο από τον Mac Carthy ή με το FBI του J. Edgar Hoover. Εάν κάποιος επίσημος θεσμός βρισκόταν σε θέση να γιορτάσει τη συλλογή των Λενινιστών, των Τροτσκιστών και των «γερών ποτηριών» που επινόησαν το New York School, αυτός ήταν η CIA.

Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν αυθεντικές αποδείξεις που να υποδηλώνουν ότι έχει δημιουργηθεί μια κάποια σύνδεση, ωστόσο, για πρώτη φορά ένας πρώην αξιωματικός με κύρια ασχολία την επίλυση υποθέσεων, ο Donald Jameson, έλυσε τη σιωπή του. Όντως, ομολογεί, ο οργανισμός αντιμετώπισε τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό ως μια ευκαιρία, και πράγματι, έδρασε αξιοποιώντας την.

«Αναφορικά με τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, θα ήθελα να βρίσκομαι σε θέση να βεβαιώσω ότι η CIA τον επινόησε απλώς για να αντιληφθεί τι συμβαίνει στη Νέα Υόρκη στο κέντρο του SoHo αύριο!» αστεϊστηκε. «Παρά ταύτα, πιστεύω πως αυτό που πραγματικά κάναμε ήταν να αναγνωρίσουμε τη διαφορά. Ήταν παραδεδεγμένο το γεγονός ότι ο Αφηρημένος Εξπρεσιον- ισμός συνιστούσε εκείνο το είδος τέχνης, το οποίο έκανε τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό να φαντάζει ακόμη πιο στυλιζαρισμένο και περισσότερο άκαμπτο και καταπιεσμένο από όσο ήταν. Και εκείνη η σχέση έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μερικές από τις εκθέσεις.

«Κατά μια έννοια η ικανότητα κατανόησης υποβοηθήθηκε, καθώς η Μόσχα εκείνη την εποχή υπήρξε ιδιαίτερα βλοσυρή στις καταγγελίες σε οποιοδήποτε είδος αντί- κομφορμισμού, το οποίο δεν πληρούσε τα δικά της άκαμπτα πρότυπα. Κι έτσι θα μπορούσε κανείς επαρκώς και με ορθότητα να κρίνει ότι το κάθε τι που καθιστούσαν αντικείμενο κριτικής με τόσο σθένος και αυθαίρετη σκληρότητα άξιζε κάποια υποστήριξη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».

Ακολουθώντας το υπόκωφο ενδιαφέρον στο Αμερικάνικο αριστερόστροφο avant-garde, η CIA έπρεπε να βεβαιωθεί ότι το πατρονάρισμα της θα ήταν αδύνατον να ανακαλυφθεί. «Υποθέσεις τέτοιου τύπου θα μπορούσαν μονάχα να περατωθούν με δύο ή τρεις μετατοπίσεις», εξήγησε ο κ. Jameson, «οπότε δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά προς τον Jackson Pollock, για παράδειγμα, ή κάποια που θα μπορούσε να συσχετίζει αυτούς τους ανθρώπους με τη CIA. Και δεν θα μπορούσε κάποιος ούτε να πλησιάσει πιο κοντά, διότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άνθρωποι, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως ιδεολογικά προσανατολισμένους επαρκώς και τόσο το καλύτερο προς τη Μόσχα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από ότι πιθανότατα προς την Ουάσινγκτον».

Και αυτό ήταν το επονομαζόμενο “longleash”. Πυρήνας της καμπάνιας της CIA έγινε το “Congress for Cultural Freedom”, ένα συνονθύλευμα  διανοούμενων, συγγραφέων, ιστορικών, ποιητών και καλλιτεχνών που εδραιώθηκε με τη χρηματοδοτική ευχέρεια της CIA κατά τη δεκαετία του ’50 και λειτουργούσε χάρη σε έναν πράκτορα της CIA. Επρόκειτο για το κεντρικό κομβικό σημείο απ’ όπου η κουλτούρα θα μπορούσε να προστατευθεί ενάντια στις επιθέσεις της Μόσχας και των «συνταξιδιωτών» της στη Δύση. Σχετικά με τη δομή της, αποτελούνταν από γραφεία που εδράζονταν σε 35 διαφορετικές χώρες και δημοσίευε περισσότερα από δύο ντουζίνες περιοδικά, συμπεριλαμβανομένου και του Encounter.

Το Congress for Cultural Freedom επίσης αποτέλεσε για τη CIA το ιδανικό μέτωπο για να προωθήσει το κεκαλυμμένο της ενδιαφέρον επί του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Θα ήταν ο επίσημος χορηγός των περιοδευουσών εκθέσεων. Τα περιοδικά της θα παρείχαν χρήσιμες πλατφόρμες για όσους κριτικούς διέκειντο ευνοϊκά απέναντι στη νέα Αμερικάνικη ζωγραφική. Και κανείς, συμπεριλαμβανομένων των καλλιτεχνών, δεν θα μπορούσε να είναι συνετότερος.

Αυτός ο οργανισμός έφερε κοντά αρκετές εκθέσεις Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50. Μια από τις πιο σημαντικές, με την τιτλοποίηση “Τhe New American Painting”, επισκέφθηκε κάθε μεγάλη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα το 1958-59. Λοιπά σημαίνοντα shows και τα «Modern Art in the United States” (1955) και “Masterpieces of the Twentieth Century” (1952).

Επειδή ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός ήταν ακριβός αναφορικά με την μετακίνηση του και την εκθεσιακή διαδικασία, εκατομμυριούχοι και μουσεία εκλήθησαν στο παιχνίδι. Ανάμεσα τους διέπρεψε ο Nelson Rockfeller, η μητέρα του οποίου υπήρξε συν-ιδρύτρια του Museum of ModernArt της Νέας Υόρκης. Ως πρόεδρος του «Μουσείου της μαμάς», όπως το αποκαλούσε, ο Rockfeller υπήρξε ένας από τους βασικότερους χρηματοδότες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού (τον οποίο αποκαλούσε «ελεύθερη ζωγραφική των επιχειρήσεων»). Το μουσείο του συνθηκολόγησε με το Congress of Cultural Freedom, ούτως ώστε να οργανώσει και, γενικότερα, να επιμεληθεί τα περισσότερα από τα πιο σημαντικά shows τέχνης.

 Το μουσείο, επιπροσθέτως, συνδέθηκε με τη CIA χάρη σε αρκετούς ακόμη συνδετικούς κρίκους. Ο William Paley, ο πρόεδρος του CBS broadcasting και ένας από τους ιδρυτό - πατέρες της CIA, πήραν τη θέση τους ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής περί του Διεθνούς Προγράμματος του μουσείου. Ο John Hay Whitney, ο οποίος υπηρέτησε τον προκάτοχο του οργανισμού εν καιρώ πολέμου, το OSS, υπήρξε ο πρόεδρος του. Και ο Tom Braden, ο πρώτος αρχηγός της IOD της CIA, διετέλεσε ανώτατος γραμματέας του μουσείου το 1949.

Τώρα, στη δεκαετία του ’80, ο κ. Braden διέμενε στο Woodbridge της Virginia, σε ένα σπίτι φορτωμένο από αφηρημένα εξπρεσιονιστικά έργα και υπό την προστασία θεόρατων τύπων, καταγόμενων από την Αλσατία. Ο ίδιος εξήγησε τη σκοπιμότητα της IOD.

«Επεδίωξε να ενοποιήσει όλους όσους διατελούσαν συγγραφείς, μουσικοί , καλλιτέχνες εν γένει, έτσι ώστε να υποδείξει ότι η Δύση και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αφιερωθεί στην ελευθερία της έκφρασης και των διανοητικών επιτευγμάτων, χωρίς κανένα αυστηρό εμπόδιο ως προς το τι θα έπρεπε κανείς να γράφει, και τι θα ήταν συνετό να λέει, και ως προς το τι θα έπρεπε να κάνει και να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο υπήρξε ως απτή πραγματικότητα στη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω ότι επρόκειτο για την πιο σημαντική συνομοταξία, στην οποία κατέληξε ο οργανισμός και πιστεύω ότι έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο κατά τον Ψυχρό Πόλεμο».

Ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι η συνομοταξία του είχε δράσει μυστικά εξαιτίας της δημόσιας εχθρότητας έναντι του avant-garde: «Ήταν πολύ δύσκολο για το Κογκρέσο να προχωρήσει αναφορικά με κάποια πράγματα που ήθελε να κάνει- όπως το να στείλει τέχνη εκτός συνόρων, το να στείλει συμφωνίες στο εξωτερικό, το να εκδώσει περιοδικά εκτός συνόρων. Αυτός αποτελεί έναν εκ των λόγων, για τους οποίους έπρεπε να κινηθούμε κεκαλυμμένα. Έπρεπε να είναι μυστικό. Έχοντας ως στόχο την ενθάρρυνση του ανοίγματος, έπρεπε να κινούμαστε με μυστικότητα».

Εάν αυτό σήμαινε το να παριστάνει κανείς τον πάπα απέναντι στον Michelangelo αυτής της εποχής, μάλιστα, τόσο το καλύτερο: «Χρειάζεται έναν πάπα, είτε κάποιον με μια αξιόλογη ποσότητα χρήματος για να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την τέχνη», είπε ο κ. Braden. «Και μετά από πολλούς αιώνες ο άνθρωπος λέει, «Ω, κοίτα, η Καπέλα Σιστίνα, η καλλίτερη δημιουργία πάνω στη γη!» Πρόκειται για ένα πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζει ο πολιτισμός από τότε που ο πρώτος καλλιτέχνης έτυχε υποστήριξης από  τον πρώτο εκατομμυριούχο ή πάπα που πράγματι του την παρείχε. Εν τούτοις, εάν δεν υπήρχαν πολλαπλές μορφές εκατομμυριούχων ή παπών, δεν θα είχαμε την το αγαθό της τέχνης».

Θα μπορούσε ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός να αποτελέσει το πρωτεύον καλλιτεχνικό κίνημα των μεταπολεμικών χρόνων χωρίς αυτό το πατρονάρισμα; Η απάντηση είναι πιθανότατα πως ναι. Αντιστοίχως, θα ήταν λανθασμένο να υποθέσουμε ότι, παρατηρώντας κανείς έναν αφηρημένα εξπρεσιονιστικό πίνακα, αυτομάτως γίνεται θύμα εξαπάτησης από τη CIA.

Ωστόσο, ας παρατηρήσουμε σε ποιο σημείο κατέληξε αυτή η μορφή τέχνης: Στα μαρμάρινα halls τραπεζών, στα αεροδρόμια, στις ευμεγέθεις αίθουσες της πόλης, σε αίθουσες συνεδριάσεων, σε εξαίρετου κύρους αίθουσες τέχνης. Για τους πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου που τους προώθησαν, αυτοί οι πίνακες υπήρξαν ως logo, ως μια επιγραφή της κουλτούρας τους, καθώς και του συστήματος, το οποίο ήθελαν να επιδείξουν οπουδήποτε μπορούσε να εκτιμηθεί σωστά. Επέτυχαν.

Η πλήρης ιστορία της CIA και της σύγχρονης τέχνης αναφέρεται στο “Hidden Hands”στο Channel 4 την επόμενη Κυριακή στις 8μ.μ. Το πρώτο πρόγραμμα σχετικά με τις σειρές, προβάλλεται σήμερα το βράδυ. Ο Frances Stonor Saunders γράφει ένα βιβλίο αναφορικά με τον πολιτιστικό Ψυχρό Πόλεμο.

 

Η μυστική επιχείρηση

Το 1958, η περιοδεύουσα έκθεση “The New American Painting”, η οποία συμπεριελάμβανε έργα των Pollock, de Kooning, Motherwell και άλλων, διετίθετο προς θέαση στο Παρίσι. H Τate Gallery με προθυμία θα τη δεχόταν στο επόμενο στάδιο, όμως δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να την προσεγγίσει . Προς το τέλος της ημέρας, ένας Αμερικάνος εκατομμυριούχος και λάτρης της τέχνης, ο Julius Fleischmann, «εισέβαλε» με τα μετρητά κι έτσι το show μεταφέρθηκε στο Λονδίνο.

Τα λεφτά που παρείχε ο Fleischmann, μολαταύτα, δεν ανήκαν σε εκείνον, αλλά στη CIA. Προήλθαν από μια δομή με την ονομασία Farfield Foundation, της οποίας ο Fleischmann κατείχε την προεδρεία, όμως, απέχοντας αρκετά από το να αποτελεί το φιλάνθρωπο χέρι ενός εκατομμυριούχου, το ίδρυμα αυτό συνιστούσε έναν μυστικό αγωγό για τα χρηματικά αποθέματα της CIA.

Λοιπόν, κατ’ άγνωστο τρόπο για το Tate, το κοινό ή τους καλλιτέχνες, η έκθεση μεταφέρθηκε το Λονδίνο στις δαπάνες των Αμερικάνων φορολογούμενων, ούτως ώστε να υπηρετήσει τους υπόκωφα πανούργους σκοπούς της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας. Ένας πρώην άνθρωπος της CIA, o Tom Braden, περιέγραψε πως οι τέτοιου είδους αγωγοί, όπως το Farfield Foundation, εγκαθιδρύονται. «Θα μπορούσαμε να πάμε σε κάποιον πασίγνωστο και εύπορο άνθρωπο και να του πούμε, «θέλουμε να εγκαταστήσουμε ένα ίδρυμα». Θα του αναφέραμε τι ακριβώς προσπαθούμε να κάνουμε  και θα δεσμευόμασταν μαζί του σε μια κατάσταση άκρας μυστικοπάθειας, κι εκείνος θα απαντούσε, «Φυσικά, θα το κάνω», και μετά εσύ θα δημοσίευες μια επιστολή με τη επιβεβαιωτική επιγραφή και το όνομα του θα βρισκόταν σε αυτή και, κάπως έτσι, θα δημιουργούνταν ένα ίδρυμα. Πράγματι, επρόκειτο για μια καλαίσθητη και απλή επινόηση.

Ο Julius Fleischmann τοποθετήθηκε εύστοχα σε έναν τέτοιο ρόλο. Εισήλθε στην επιτροπή για το International Programme του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη- όπως συνέβη κα με πολλές ακόμη ισχυρές φιγούρες, στενά συνδεδεμένες με τη CIA.

Επιμέλεια μετάφρασης: Πασχαλίνα Γαρίδου για το exostispress.gr

 

 

Αναδημοσίευση: exostispress.gr 

Πηγές: independent.co.uk

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου