Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Τη δύσκολη ώρα του λογαριασμού

Η Μαρία Κατσουνάκη αναδεικνύει πολύ εύστοχα στην «Καθημερινή» της περασμένης Τετάρτης (07/03) το πρόβλημα που έχουμε την ώρα πληρωμής. Είτε υπηρεσίας είτε κάποιου είδους. Όλοι το βλέπουμε το πρόβλημα εκτός από την κυβέρνηση. Και την εκλεγμένη το 2009 του George και τη δοτή των τραπεζιτών (συγγνώμη του κ. Παπαδήμου) που ακολούθησε.

* * *


«Με απόδειξη ή χωρίς;» Η ερώτηση υποβάλλεται όλο και πιο συχνά. Πριν ολοκληρωθεί οποιαδήποτε, σχεδόν, συναλλαγή, ο πελάτης εγκλωβίζεται για λίγα δευτερόλεπτα στο δίλημμα: να πάρει απόδειξη για τη συναλλαγή ή να πληρώσει λιγότερα χωρίς απόδειξη; Από καφέ, εστιατόρια, καταστήματα με κάθε είδους προϊόντα, επισκέψεις σε γιατρούς, το φάσμα είναι ευρύ και περιλαμβάνει τις περισσότερες δραστηριότητες. Καθημερινά, τα παραδείγματα πληθαίνουν, τείνουν να συνθέσουν τον κανόνα, δεν αποτελούν εξαίρεση.
Η ολιγόλεπτη ομηρία, την ώρα του λογαριασμού, είναι βασανιστική. Αρκετές φορές η «έκπτωση» είναι σεβαστή. Τα 20 ή 30 ή περισσότερα ευρώ τα οποία εκπίπτουν αυτομάτως από ένα ζευγάρι γυαλιά ή μια ιατρική επίσκεψη, δεν είναι καθόλου αμελητέο ποσό για έναν στενεμένο προϋπολογισμό. Τι κάνεις εκείνη τη στιγμή; Πώς συμπεριφέρεσαι όταν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα στη γενικευμένη ανομία (την οποία κάποτε το ίδιο το «σύστημα» είχε βαφτίσει «κάνω τα στραβά μάτια», με το αζημίωτο φυσικά) και την απόκτηση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας σε τιμή πολύ πιο βολική από την αναγραφόμενη; Η οφειλόμενη απάντηση «μα, φυσικά, ζητάω απόδειξη» προσθέτει στον συναλλασσόμενο ένα, επιπλέον, βάρος: να πρέπει εκείνος να αποφασίσει αν θα τηρήσει τη νομιμότητα καθώς δεν είναι αυτονόητη, όπως σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία και κοινωνία.
Στην Ελλάδα της κρίσης (ακόμη περισσότερο από την προ κρίσης), ο μετεωρισμός, όταν έρχεται η στιγμή του ταμείου, γίνεται δυσβάσταχτος. Οι μικρές επιχειρήσεις επιβαρυμένες από φόρους (η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση, για παράδειγμα) δηλώνουν με κάθε τρόπο αδύναμες να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, εκτός αν… Από το σημείο αυτό αρχίζει ο φαύλος κύκλος αλληλοϋπονόμευσης, ανάμεσα στο κράτος και στον φορολογούμενο με την ακούσια διαιτησία ενός τρίτου (φορολογούμενου κι αυτού).
Καλείται, λοιπόν, ο πελάτης να επιλέξει στρατόπεδο. Να δώσει τη λύση είτε εις βάρος της νομιμότητας και υπέρ της κακής (κατά κανόνα πλέον) οικονομικής του κατάστασης ή τούμπαλιν. Η αδυναμία του κράτους να θεσπίσει, κατ’ αρχάς, ένα δίκαιο και αποδοτικό σύστημα φορολόγησης και, στη συνέχεια, να οργανώσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς για την εφαρμογή του, μετακυλίει το πρόβλημα στον υποψήφιο αγοραστή. Εκείνος πρέπει να δώσει τη λύση, να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει, να κρίνει αν θα διαιωνίσει την επικρατούσα ανομία ή θα βάλει, αυτός, το φρένο (το μικρό εμπόδιο, για την ακρίβεια). Ομως, το δίλημμα, σε εποχές οικονομικού -και όχι μόνο- κατήφορου, είναι ζωτικής σημασίας. Οταν καλούμαι να αποφασίσω αν δύο μερίδες ντολμάδες θα συνοδεύονται με απόδειξη, η απάντηση είναι γρήγορη. Τι γίνεται όμως όταν δοκιμάζεσαι σε «κατηγορία» με αυξημένες δυσκολίες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου