Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Monopoly: Το παιχνίδι-ύμνος του καπιταλισμού και οι αριστερές ρίζες του

Στην Ελλάδα είναι πια μία αρκούντως τιμημένη 60άρα! Παγκοσμίως κοντοζυγώνει τον αιώνα. Επίσημα τουλάχιστον. Διότι ανεπίσημα είναι ήδη υπεραιωνόβια. Σ΄ αυτό το διάστημα, αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους, μεταφράστηκε σε 47 γλώσσες και παίζεται μανιωδώς σε περισσότερες από 140 χώρες του πλανήτη. Έχει, δε, γίνει έμπνευση για τους πιο ευφάνταστους μαραθώνιους

• • •

Επάνω σε δενδρόσπιτα με 286 ώρες συνεχούς παιχνιδιού (!), υποβρυχίως με 1080 ώρες παιχνιδιού(!), σε ζυγό ισορροπίας με 200 ώρες παιχνιδιού(!), ακόμα και ανάποδα με 36 ώρες! Είναι αυτή που έχει κλέψει την καρδιά όλων των ηλικιών, όλων των κοινωνικών τάξεων, όλων των δογμάτων και πεποιθήσεων… Λένε μάλιστα πως είναι η αγαπημένη της βασίλισσας Ελισάβετ. Η χάρη της, πάντως, έχει φτάσει ίσαμε το διάστημα, όπου πολλοί κοσμοναύτες περνούν μαζί της τον ελεύθερο χρόνο τους, και φυσικά έχει ταξιδέψει με αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια, ακόμα και υποβρύχια. Η πιο εντυπωσιακή παρουσία της καταγράφηκε σε ένα υποθαλάσσιο κλουβί με περιφερόμενους καρχαρίες γύρω της! Μόλις πέρσι, μεσούσης της καραντίνας, με τη διεξαγωγή ενός διαδικτυακού μαραθώνιου με αληθινά χρήματα, παίκτες διάσημους καλλιτέχνες και θεατές τα εκατομμύρια των θαυμαστών της, λειτούργησε ως φιλανθρωπική τράπεζα, τροφοδοτώντας με σημαντικά ποσά αμερικανικά νοσοκομεία Παίδων.

Η Monopoly ήταν και παραμένει must όλων των εποχών και είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει άνθρωπος στον πολιτισμένο πλανήτη, που να μην έχει αγοράσει τουλάχιστον ένα οικόπεδο και να μην έχει υποθηκεύσει ένα άλλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η ιδέα της γεννήθηκε για να καταγγείλει τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των ολίγων…

 

ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ…

Τέλη 19ου αι. Η Ελίζαμπεθ Μέιγκι (Elisabeth Magie) φωτο, Λίζι για τους φίλους της, γεννημένη στο Ιλινόις, είναι μια δραστήρια γυναίκα, γεμάτη ανησυχίες για το πώς εξελίσσεται ο κόσμος στην ανατολή του νέου αιώνα. Οι κοινωνικές ανισότητες βγάζουν μάτι, τα μονοπώλια ανθούν σε βάρος των σκληρά εργαζομένων και η προοδευτική Λίζι, που αυτή την εποχή εργάζεται ως γραμματέας σε κάποια εταιρεία αντί μηνιαίου μισθού 10 δολαρίων, κατατρύχεται από αγωνία για την ανορθόδοξη κατανομή του πλούτου που αφήνει απέξω τους εργάτες της γης.

Είναι φεμινίστρια και φανατική οπαδός του οικονομολόγου Χένρι Τζορτζ (Henry George), ο οποίος έχει αναπτύξει τον «γεωργισμό», τη θεωρία ότι οι άνθρωποι πρέπει να κατέχουν την αξία που παράγουν οι ίδιοι και πως όταν αυτή η αξία προέρχεται από τη γη (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών πόρων, των κοινόχρηστων χώρων, των αστικών τοποθεσιών), ανήκει εξίσου σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και πρέπει να αναδιανέμεται στα αδύναμα οικονομικά στρώματα. Ο Τζορτζ υποστηρίζει ότι ένας ενιαίος φόρος επί της αξίας της γης, που αποτελεί δημόσια περιουσία θα εξαφάνιζε την κερδοσκοπία και θα δημιουργούσε μία πιο παραγωγική και δίκαιη κοινωνία.

Είναι η εποχή που οι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς είναι στραμμένοι στην καλλιέργεια της γης, γεγονός που ενισχύει τη θεωρία του Τζορτζ, την οποία ασπάζονται αρκετοί προοδευτικοί ηγέτες και όχι μόνον… Η Λίζι έχει κληρονομήσει τις ευαισθησίες του πατέρα της, υπέρμαχου του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας, στην οποία η ίδια εντάσσει και την υποτελή θέση της γυναίκας! Έχει «πατήσει» ήδη τα 30 και ο πενιχρός μισθός της δεν της φτάνει να ζήσει. Ως εκ τούτου χρειάζεται στο πλάι της έναν σύζυγο… Αλλά η ίδια απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον γάμο που αποσκοπεί μόνο και μόνο στη συντήρηση της γυναίκας! Βρίσκει, μάλιστα, έναν εντυπωσιακό τρόπο για να διατρανώσει την πεποίθησή της. Δημοσιεύει μία αγγελία στην οποία αναφέρει: «νεαρή Αμερικανίδα σκλάβα αναζητεί αφέντη σύζυγο για να τη συντηρεί!». Η αγγελία ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός ανά τη χώρα. Δίστηλα, μονόστηλα, κουτσομπολίστικες γωνιές κατακεραυνώνουν ή επιβραβεύουν το θάρρος της Λίζι, που εντέλει καθιερώνεται ως η περήφανη φεμινίστρια της εποχής. Στην πραγματικότητα, με την αγγελία της εξομοιώνει τις γυναίκες με τους μαύρους σκλάβους και καταγγέλλει τους λευκούς άνδρες ως τα «μόνα ελεύθερα όντα του πλανήτη». Ο πρώτος της στόχος πάντως, η διασπορά του μηνύματος περί απαιτούμενης ισότητας των δύο φύλων, επιτυγχάνεται. Τώρα είναι η στιγμή να αποφασίσει πώς μπορεί να εισφέρει στην υπόθεση της κοινωνικοοικονομικής δικαιοσύνης. Και τότε της έρχεται η ιδέα ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού. Έτσι κι αλλιώς, το μυαλό της λειτουργεί με γρήγορους ρυθμούς και παράγει πολύ περισσότερα από αυτά που απαιτεί ο ρόλος μιας γραμματέως. Ανήκει στο μόλις 1% των γυναικών που κατέχουν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και έχει ήδη στο ενεργητικό της τη δημιουργία κάμποσων παιχνιδιών. Ξέρει ότι με ένα παιχνίδι δεν θα πετύχει και πολλά στη διάδοση των ιδεών του Τζορτζ, αλλά επίσης είναι σίγουρη ότι οφείλει στον εαυτό της να προσπαθήσει.

Για χρόνια, οι νύχτες της είναι αφιερωμένες σε αυτόν τον στόχο. Σκέπτεται, συνδυάζει, σχεδιάζει… Στις 23 Μαρτίου του 1903, έχοντας παραμάσχαλα το δημιούργημά της, διαβαίνει περήφανη και περιχαρής το κατώφλι του Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Δύο χρόνια μετά, η πρώτη έκδοση του δημιουργήματός της βγαίνει στο εμπόριο μέσω της Economic Game Company.

Το όνομά του είναι «Το παιχνίδι του Ιδιοκτήτη» και περιλαμβάνει χρήματα και τίτλους ιδιοκτησίας ακινήτων. Σε αντίθεση με τις γραμμικές διαδρομές των παιχνιδιών αυτής της εποχής, ο Ιδιοκτήτης έχει τετράγωνο ταμπλό με κουτάκια - τίτλους σε όλες τις πλευρές του, στα οποία κινούνται με τα πιόνια τους οι παίκτες. Η Λίζι έχει σχεδιάσει εννέα ορθογώνια κουτιά κατά μήκος κάθε μιας από τις τέσσερις πλευρές του πίνακα. Στο κέντρο κάθε πλευράς βρίσκεται ένας σιδηροδρομικός σταθμός με χώρους προς ενοικίαση ή προς πώληση εκατέρωθεν. Τα περισσότερα κουτάκια είναι τίτλοι ιδιοκτησίας που αγοράζονται και πωλούνται. Υπάρχουν φόροι, που πρέπει να πληρωθούν, και ενοίκια, τα οποία πρέπει να καταβληθούν στους ιδιοκτήτες. Τα κουτάκια με την ένδειξη «Απόλυτη Αναγκαιότητα» («Absolute Necessity») προσφέρουν αγαθά, όπως ψωμί και καταφύγιο, και τα άλλα με την ένδειξη «Προνόμιο» («Franchise») παροχές, όπως νερό και φως. Καθώς οι παίκτες διανύουν τη διαδρομή τους στις τέσσερις πλευρές του ταμπλό, εργάζονται και κερδίζουν μισθούς. Εκείνοι που μένουν χωρίς χρήματα καταλήγουν στο «Πτωχοκομείο» («Poor House»). Στο ταμπλό υπάρχει και Δημόσιο Πάρκο, ενώ σε μία γωνία είναι σχεδιασμένη η εικόνα της υδρογείου με έναν φόρο τιμής στον ήρωα της Λίζι, τον άνθρωπο που την ενέπνευσε να δημιουργήσει το παιχνίδι, τον Χένρι Τζορτζ. Είναι το τετράγωνο της Μητέρας Γης, την οποία θεωρητικώς κάθε παίκτης δικαιούται να καλλιεργεί και να εισπράττει τον κόπο του μόχθου του. Έτσι κάθε φορά που περνάει από εκεί, αποζημιώνεται από την τράπεζα με 100 λίρες. Σε άλλη γωνία του πίνακα είναι γραμμένες τρεις λέξεις, που δεν άλλαξαν στα κοντά 120 χρόνια που πέρασαν από τότε: GO TO JAIL (ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ). Εκεί καταλήγουν όσοι χρωστούν και δεν μπορούν να ξεχρεώσουν.

«Είναι μια πρακτική επίδειξη του σημερινού συστήματος αρπαγής γης με όλα τα συνήθη αποτελέσματα και τις συνέπειές του» θα γράψει η Λίζι σε κάποιο πολιτικό περιοδικό, εξηγώντας τη φιλοσοφία του παιχνιδιού της. «Θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί "Το Παιχνίδι της Ζωής", καθώς περιέχει όλα τα στοιχεία της επιτυχίας και της αποτυχίας στον πραγματικό κόσμο και το αντικείμενο του είναι το ίδιο με αυτό της καθημερινότητας της ανθρώπινης φυλής: το κέρδος και η συσσώρευση πλούτου».

Ο στόχος της Λίζι είναι να επισημάνει δύο αρχές. Ότι οι άνθρωποι πρέπει να κατέχουν την αξία που οι ίδιοι παράγουν και ότι όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, ο ανταγωνισμός, που ενυπάρχει στο ανθρώπινο γονιδίωμα, θα οδηγεί πάντα στη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια του ενός.

 

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΕΓΙΝΕ MONOPOLY

Για τρεις δεκαετίες, «Το παιχνίδι του Ιδιοκτήτη» κλέβει τις καρδιές των αριστερών διανοουμένων και των φοιτητών στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις.

Ώσπου ανατέλλει η εποχή του Τσαρλς Ντάροου...

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1932, σε μια φτωχογειτονιά της Φιλαδέλφειας, ο Τσαρλς Τοντ (Charles Todd) και η σύζυγός του Όλιβ (Olive), καλούν στο σπίτι τους το φιλικό ζεύγος των Τσαρλς και Έστερ Ντάροου (Charles - Ester Dorrow). Θα φάνε και θα παίξουν το «Παιχνίδι του Ιδιοκτήτη», το οποίο έχει ανακαλύψει πρόσφατα ο Τοντ και έχει εντυπωσιαστεί. Τα δύο ζευγάρια παίρνουν θέση γύρω από το ταμπλό και επιδίδονται μετά μανίας στη μάχη της αγοραπωλησίας. Ο Ντάροου ενθουσιάζεται και ζητά από τον Τοντ τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο φίλος του τού απαντά ότι δεν υπάρχουν. Του υπόσχεται, όμως, πως θα επιχειρήσει να τους γράψει ο ίδιος. Ο Ντάροου αποφασίζει να σχεδιάσει ένα αντίστοιχο δικό του παιχνίδι, αλλά αυτή τη φορά, προσαρμοσμένο απολύτως στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Ο πολιτισμένος κόσμος βιώνει τις συνέπειες του κραχ του 1929, που κρατούν την παγκόσμια αγορά στα τάρταρα τουλάχιστον για μία δεκαετία. Το όνειρο αυτή την εποχή δεν περιορίζεται μόνον στην ανάκαμψη. Τώρα κυριαρχεί ο πόθος για πλούτο. Εμπνευσμένος από τον Ιδιοκτήτη, ο Ντάροου σχεδιάζει ένα παιχνίδι σε στρόγγυλο ταμπλό με ονόματα δρόμων του Ατλάντικ Σίτυ (παραθαλάσσιο προάστιο του Νιου Τζέρσεϋ με καζίνα και λέσχες, βασίλειο του τζόγου και του χρήματος) και τους κοστολογεί ανάλογα με την πραγματική αγοραστική τους αξία. Αυτές είναι ιδιοκτησίες που πωλούνται, αγοράζονται και υποθηκεύονται.

«Οι έννοιες καπιταλισμός, χρήμα, αγορά ακινήτων, αύξηση ενοικίου, εξαγορά, ανταγωνισμός, είναι πάντα επίκαιρες» δηλώνει κάποτε ο ίδιος και καταλήγει: «Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ αντιπροσωπευτικότερο τόπο για το παιχνίδι μου από το Ατλάντικ Σίτυ».

Κατά τα λοιπά, στο ταμπλό περιλαμβάνονται τραπεζικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις, κρατικές εντολές και αποφάσεις, φόροι και ασφαλώς φυλακή για τους κακοπληρωτές. Εννοείται, δε, πως τα απαραίτητα αγαθά -νερό και ενέργεια- που στον πίνακα της Λίζι λειτουργούν υπέρ του συνόλου των παικτών, σε αυτόν του Ντάροου είναι εταιρείες προς πώληση και εκμετάλλευση από έναν. Το παιχνίδι παρέχει τη δυνατότητα στον πιο έξυπνο και ταυτόχρονα πιο τυχερό παίκτη να δημιουργήσει το δικό του εικονικό βασίλειο, χτίζοντας σπίτια και ξενοδοχεία και μαζεύοντας όλο το χρήμα από τα παχυλά ενοίκια. Το παιχνίδι του Ντάροου δεν έχει όνομα και οι κανόνες είναι αυτοί που του έχει συντάξει ο Τοντ με ελάχιστες εξαιρέσεις. Για λόγους συντομίας, τα μέλη της διαρκώς διερευνώμενης παρέας, το αποκαλούν «Το παιχνίδι του μονοπωλίου». Αλλά ο Ντάροου είναι άνεργος και απελπισμένος. Έχει σχεδιάσει και στο παρελθόν παιχνίδια, τα οποία δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Ωστόσο, αυτό το συγκεκριμένο έχει κερδίσει ήδη τις καρδιές των δοκιμαστών φίλων του. Γιατί όχι και τις καρδιές των ξένων; Τότε αποφασίζει να το κατοχυρώσει και το κάνει. Δεν μένει παρά να το βγάλει σε μαζική παραγωγή.

 

 

Αναδημοσίευση: e-didaskalia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου