Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Γιατί επιρρεπείς στον διχασμό


Γιατί είμαστε οι Έλληνες τόσο επιρρεπείς στους διχασμούς προσπαθεί να εξηγήσει στην επιφυλλίδα του στην Καθημερινή της Κυριακής 17 Μαρτίου ο Χρήστος Γιανναράς, που έχει τον ίδιο τιτλο
* * *
Είμαστε οι Έλληνες, περισσότερο από άλλους λαούς, επιρρεπείς σε διχασμούς, φατριασμούς, παθιασμένες αντιμαχίες;
Η απώλεια της κοινωνικής συνοχής και ο εμπαθής αλληλοσπαραγμός είναι συνάρτηση της ιδιοσυγκρασίας ή της κατά κεφαλήν καλλιέργειας ενός λαού; Είναι αποτέλεσμα μάλλον οικονομικών συγκυριών ή κυρίως του αμοραλισμού της ηγεσίας του; Θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εμφύλιοι διχασμοί απροκαθόριστες εκρήξεις κάποιου είδους συλλογικής παράνοιας, ή καταπιεσμένων παρορμήσεων και πεισματικής εμμονής σε ναρκισσιστικές επενδύσεις μεγαλοϊδεατισμού;
Τα ερωτήματα είναι απλώς ενδεικτικά της δυσκολίας να εντοπίσουμε ένα μόνο συντελεστή ή παράγοντα ως αιτία των δραματικών στην ελληνική Iστορία διχασμών. Τουλάχιστον των πρόσφατων, που συνοδεύουν την επαναστατική εθνεγερσία του 1821 και το κρατικό της αποκύημα στους δύο τελευταίους αιώνες. Ωστόσο, παρά την εμφανή πολλότητα των αιτίων και αφορμών των διχαστικών διενέξεων, θα μου επιτραπεί να θεωρώ ερμηνευτικά κρίσιμο και μεθοδολογικά γόνιμο έναν κυρίως παράγοντα και συντελεστή: Τη διαφορά ανάμεσα στους μακραίωνες πολιτικούς εθισμούς των Ελλήνων και στο πολιτικό μοντέλο του έθνους-κράτους που η Νεωτερικότητα μας επέβαλε σαν μοναδική επιλογή.
Φάνηκε να μην υπάρχουν περιθώρια άλλης επιλογής. Το όραμα κάποιων Φαναριωτών να «αλωθεί ένδοθεν» η Οθωμανική Αυτοκρατορία από το συγκριτικά υπέρτερα σε καλλιέργεια (συχνά και σε πλούτο) ελληνικό στοιχείο, ήταν μάλλον ουτοπικό. Το ίδιο και η «Μεγάλη Ιδέα»: να αξιοποιήσει το νεόφυτο ελλαδικό κρατίδιο την κατάφωρη παρακμή των Οθωμανών, για να επανακτήσει βαθμιαία την πανάρχαιη ελληνική γη της Μικρασίας, του Πόντου, των στενών του Βοσπόρου – τον άξονα των οραμάτων της Ρωμιοσύνης: την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά».
Για έναν περίπου αιώνα, ώς τη μικρασιατική καταστροφή, η αυτονόητη κοσμοπολίτικη συνείδηση δεν άφηνε περιθώρια για το ερώτημα: Ο κοσμοπολιτισμός είναι οπωσδήποτε συνάρτηση της αυτοκρατορίας; Το εδαφικά ελάχιστο κρατίδιο θα ήταν αδύνατο να διαχειριστεί την ελληνικότητα ως πρόταση πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια; Η ελληνικότητα του νεωτερικού έθνους-κράτους θα εξελισσόταν νομοτελειακά σε επαρχιωτικό εθνικισμό βαλκανικής μιζέριας;
Ένα τέτοιο διαυγή προβληματισμό τον απέκλεισε και η παιδαριώδης εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον φιλελληνισμό των Ευρωπαίων. Υστερα από ταπεινωτική υποδούλωση, όχι πέντε και δέκα, αλλά τετρακοσίων ετών στον τουρκικό πρωτογονισμό, η μετα-μεσαιωνική Ευρώπη των ιδεών του «Διαφωτισμού» και της εκθαμβωτικής οικονομικής ανάπτυξης, φάνταζε στα μάτια των ραγιάδων σαν αναμφισβήτητα μοναδική οδός συλλογικής ευτυχίας.
Η ομοφωνία για τον εκσυγχρονισμό, επομένως για την πρόσληψη της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, θα έλεγα ότι ήταν δεδομένη. Από τι λοιπόν προέκυψαν οι διχασμοί; Τολμώ να ισχυριστώ ότι απάντηση στο ερώτημα δίνει η μελέτη της διαφοράς που υπήρξε στον εξευρωπαϊσμό των εκτός του ελλαδικού κρατιδίου Ελλήνων (των κοινοτήτων της διασποράς) και στον εξευρωπαϊσμό των εντός: των κρατικών και κοινωνικών δομών στην απελεύθερη Ελλάδα.
Στην πρώτη περίπτωση (π.χ. του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού, των αστικών κέντρων της Μικρασίας, του Πόντου, των παραδουνάβιων ηγεμονιών, της Τεργέστης, της Βιέννης, της Λειψίας κ.ο.α.) οι δομές και οι θεσμοί οργάνωσης του βίου ήταν αυθεντικά της Δύσης, οι Ελληνες εντάσσονταν αυτονόητα, δίχως άλλη επιλογή. Ενώ, παράλληλα, ελεύθερη επιλογή τους και απόφαση ήταν να διασώζουν ενεργά την ελληνική τους ταυτότητα.
Στο νεόκοπο ελλαδικό κρατίδιο οι δομές και οι θεσμοί κοινωνικών και κρατικών λειτουργιών δεν ήταν ούτε αυθεντικά και αυτονόητα δυτικοί, ούτε καρπός μελετημένης προσαρμογής του προβλήματος στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού χαρακτήρα (της μακραίωνης εμπειρίας και εθισμών των Ελλήνων). Ο ελλαδικός Ελληνισμός υποτάχθηκε στο δυτικό μοντέλο κράτους και κοινωνίας που του επέβαλαν στανικά οι Βαυαροί ή αντέγραψε αυτό το μοντέλο με τη συνείδηση του μειονεκτικού που μιμείται, δεν αφομοιώνει, πιθηκίζει, δεν προσλαμβάνει δημιουργικά το πρόσλημμα.
Όλοι οι σπαραχτικοί της ελληνικής κοινωνίας διχασμοί μοιάζουν να είναι αποτέλεσμα αυτής της σχιζοείδειας: Της αδυναμίας μας των Ελλήνων να εκσυγχρονίσουμε την πολιτισμική, χαρακτηρολογική μας ιδιαιτερότητα, να τη μεταφράσουμε σε πρόταση επίκαιρη με πανανθρώπινη εμβέλεια. Ακροβατούμε ανάμεσα σε έναν δυτικής κοπής εθνικισμό, βασισμένον κυρίως σε ψυχολογικές ανάγκες, ανάλογες της ποδοσφαιρολαγνείας. Και σε μια φιλοδυτική λιγούρα, μικρονοϊκής ξιπασιάς και εξευτελιστικής αρνησιπατρίας.
Για τους τρεις, τους πιο ακριβοπληρωμένους διχασμούς του Νέου Ελληνισμού, θα είχα να προτείνω τρία «ξεστραβωτικά», κατά την κρίση μου, βιβλία:
Για τον διχασμό που συνοδεύει καταγωγικά την επαναστατική εθνογερσία και το κρατικό της αποκύημα προτείνω, το εκπληκτικό μελέτημα της Ελλης Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα.
Για τον πιο μακάβριο σε συνέπειες διχασμό Βενιζελικών-Κωνσταντινικών, το βιβλίο: Η ιστορία του εθνικού διχασμού κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά, Θεσ/νίκη, Εκδόσεις Κυρομάνος.
Για τον ψευδωνύμως λεγόμενο «εμφύλιο» (1946-1949) το μελέτημα του Νίκου Μαραντζίδη, Δημοκρατικός στρατός Ελλάδας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου